karate.gr: 09 - ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΑΤΕ: Οι Ρίζες του στο Βάθος του Χρόνου!

Πρώτη δημοσίευση  5/11/2004. Τελευταία ενημέρωση 17/1/2010

  Αρχική      Επικαιρότητα      ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΑΤΕ .

Καταχωρήσεις στο karate.gr Διοργανώσεις Στηρίξτε το karate.gr με 20 €/έτος!

Η ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΠΑΘΙΩΝ

 

 

 

Οι Γιαπωνέζοι συγγραφείς έχουν περιγράψει το σπαθί σαν "τη ζωντανή ψυχή των Σαμουράι". Πραγματικά, οι "Τρεις ιεροί Θησαυροί της Ιαπωνίας", οι οποίοι ακόμα προκαλούν το σεβασμό, είναι ο ιερός καθρέφτης, οι χάντρες στο σχήμα του κόμματος και το σπαθί. Για τον Σαμουράι, μόνο η τιμή του ήταν πιο πολύτιμη για αυτόν απο το σπαθί του, και αυτό μεταφέρθηκε απο γενιά σε γενιά σαν ένα ανεκτίμητης αξίας οικογενειακό κειμήλιο και έφτασε μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι πολλά απο τα σουβενίρ που πήραν Αμερικανοί απο την Ιαπωνία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν απλά στρατιωτικά εργαλεία, αλλά πολύτιμοι θησαυροί – πολλοί από αυτούς είχαν φτιαχτεί πριν από εκατοντάδες χρόνια. Λίγοι, αντιλήφθηκαν ότι είχαν στα χέρια τους δείγματα από τα καλύτερα ατσάλινα σπαθιά που είχαν ποτέ κατασκευαστεί. Ακόμα και τα θρυλικά σπαθιά Νταμάσκους και Τολέντο δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να συγκριθούν με την ποιότητα του ατσαλιού και την εργασία που δημιούργησαν το σπαθί των Σαμουράι. Η υψηλή ποιότητα αυτών των λεπίδων δεν αποδίδεται μόνο στην αξία τους σαν δείγματα σεβασμού, αλλά και στην ανώτερη θέση που προσφερόταν στους Γιαπωνέζους σιδηρουργούς-κατασκευαστές σπαθιών. Ο σιδηρουργός-κατασκευαστής σπαθιών δεν εθεωρείτο μόνο ένας τεχνίτης, αλλά ένας καλλιτέχνης και η κατασκευή ενός καταπληκτικού σπαθιού χρειαζόταν, όπως και σε κάθε σπουδαίο έργο τέχνης, μεγάλη πνευματική προετοιμασία.

Πριν ο σιδηρουργός επεξεργαστεί μια λεπίδα, θα έχυνε σ' όλο του το κορμί κρύο νερό, σαν ένα είδος εξαγνισμού. Θα φορούσε μια ειδική εθιμοτυπική ρόμπα και ένα κάλυμμα στο κεφάλι και θα προσευχόταν, μέχρις ότου η θεότητα να μπει στο σιδηρουργείo του. Μόνο τότε θα μπορούσε να ξεκινήσει την εργασία του πάνω στη λεπίδα.

Η κατασκευή της λεπίδας ήταν μια κοπιαστική διαδικασία, που χρειαζόταν βδομάδες για να ολοκληρωθεί. Πρώτα, έπαιρναν πλάκες σιδήρου και ατσαλιού, κατάλληλης ποιότητας, τις θέρμαιναν στην κάμινο και τις σφυροκοπούσαν μέχρι να πάρουν το μήκος και το σχήμα της λεπίδας. Μετά δίπλωναν τις δυο άκρες της κάθε μιας και αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν δώδεκα φορές. Έπειτα κάλυπταν φύλλα μαλακότερου σιδήρου με ίδια φύλλα σκληρότερου ατσαλιού. Έτσι η λεπίδα μπορούσε να έχει τη σκληρότητα του ατσαλιού, χωρίς όμως τη συνηθισμένη ευθραστότητά του. (Σημείωση: Η σύγχρονη μεταλλουργία διδάσκει ότι η μετατροπή του χάλυβα σε ατσάλι με τη θέρμανση σε υψηλές θερμοκρασίες και την διαδοχική απότομη ψύξη μετατρέπει την κρυσταλλική του δομή κάνοντάς το πολύ πιο σκληρό στο σχίσιμο άλλων υλικών, αλλά και πολύ πιο εύθραυστο στην κρούση.)

Αν και χρησιμοποιούσαν διαφορετικές τεχνικές, ανάλογα με το χρόνο και την περιοχή, η βασική τεχνική του μαλακού πυρήνα του σιδήρου και της σκληρής άκρης του ατσαλιού ήταν η ίδια σε όλα τα σπαθιά.

Όταν τέλειωνε η επεξεργασία, έτριβαν τη λεπίδα με ένα ειδικό μαχαίρι, το λεγόμενο “σεν”, λιμάροντας ολόκληρη την επιφάνειά της και έψαχναν πρoσεκτικά για τυχόν ατέλειες η ελαττώματα. Μετά διαμόρφωναν το σχήμα της μιας άκρης της λεπίδας, όπου θα προσαρμοζόταν η λαβή, την ακόνιζαν και τέλος γινόντουσαν οι προετοιμασίες για την τελευταία και πιο σπουδαία εργασία, τη δημιουργία του "γιακίμπα", δηλαδή της σκληρής κόψης του σπαθιού. Κατασκεύαζαν το γιακίμπα καλύπτοντας ολόκληρη τη λεπίδα με ένα ειδικό μίγμα πηλού. Μετά έβγαζαν από την κόψη αυτό το μίγμα. Μετά ο σιδηρουργός θα θέρμαινε τη λεπίδα στην κάμινο, μέχρι να αποφασίσει ότι είχε την κατάλληλη θερμοκρασία. Μετά η λεπίδα σκλήραινε, αφού την έβρεχαν γρήγορα σε νερό στη θερμοκρασία του σώματος. Το κάλυμμα του πηλού εμπόδιζε την υπόλοιπη επιφάνεια της λεπίδας απο την επεξεργασία της σκλήρυνσης, έτσι το αποτέλεσμα ήταν μια λεπίδα με σκληρή κόψη και μαλακότερο σώμα. Αυτή η διαδικασία της σκλήρυνσης διαφέρει από αυτή της Ευρωπαϊκής λεπίδας, γι’ αυτό τα Ευρωπαϊκά ξίφη δεν έχουν την ίδια ανθεκτικότητα με τα Γιαπωνέζικα.

Απόμενε το γυάλισμα της λεπίδας. Αυτό γινόταν από έναν άλλο τεχνίτη, που χρησιμοποιούσε δεκαπέντε διαφορετικές ποιότητες πετρών λείανσης, με μια διαδικασία, που για να ολοκληρωθεί χρειαζόταν περίπου ένας μήνας. Για να ολοκληρωθεί το όπλο ήταν απαραίτητη ακόμα η λαβή και η θήκη.

Το πρώτο πράγμα που συνέδεαν στη λεπίδα ήταν το "χαμπάκι", που ο σκοπός του ήταν να εμποδίζει τη λεπίδα να μετακινείται μέσα στη θήκη και να την προστατεύει από την υγρασία. Μετά συνέδεαν το "σέππα", που διαχώριζε το χαμπάκι απο την "τσούμπα", που ήταν το προστατευτικό για το χέρι τμήμα μεταξύ λαβής και λεπίδας, ώστε να μην τραυματίζεται αυτός που βαστάει το σπαθί. Η τσούμπα ήταν φτιαγμένη από δυο είδη μετάλλου, το ένα από χάλυβα για τη μάχη και το άλλο απο όχι σιδηρούχο μέταλλο για επίδειξη και συνήθως ήταν διακοσμημένα με πολύπλοκα και όμορφα σχέδια. Ύστερα, τοποθετούσαν άλλο ένα σέππα και μετά το "φούτσι", που χώριζε την τσούμπα από τη λαβή η αλλιώς την "τσούκα". Συνήθως έφτιαχναν την τσούκα απο ξύλο, την τύλιγαν με σαγρέ δέρμα και την έδεναν με κορδόνια απο μετάξι, δέρμα ή βαμβάκι. Την συνέδεαν με ένα καρφί από ξύλο μέσα σε μια τρύπα στο "τανγκ" της λεπίδας (το “μεκούγκι-άνα”). Συνήθως κοσμούσαν τη θήκη με ένα ζευγάρι απο τα "μενούκι" ή τα στολίδια της θήκης. Το σπαθί ολοκληρωνόταν με την προσθήκη του βασικού "φούτσι" ή του "κασίρα", που και τα δυο προστάτευαν το μέρος της λεπίδας από το οποίο ξεκινούσε η λαβή, δηλαδή το τανγκ, και οπωσδήποτε χάριζαν στην ομορφιά του σπαθιού.

 

Τέλος, τοποθετούσαν το έτοιμο σπαθί στη θήκη του ή "σάγια". Οι περισσότερες ήταν φτιαγμένες απο ξύλο και είτε τις λουστράριζαν είτε τις διακοσμούσαν με πολύτιμα υλικά. Μερικές είχαν τσέπες για να βάζουν διάφορα μικροπράγματα, όπως χρήσιμα μαχαίρια, σουβλιά ή ξυλαράκια.

Η εξέλιξη του σπαθιού των Σαμουράι ακολούθησε μια μεγάλη, συνεχή πρόοδο, που χωρίζεται σε μερικές διαφορετικές περιόδους. Σε κάθε περίοδο, οι καλυτερεύσεις αφορούσαν το σχήμα, τη σύνθεση και τη σκληρότητα των λεπίδων.

Στην περίοδο του αρχαίου σπαθιού, οι λεπίδες ήταν κυρίως με ίσια άκρη και φτιαγμένες από ατσάλι. Πολλά σπαθιά τα κατασκεύαζαν περισσότερο σιδηρουργοί στην Κίνα και στην Κορέα, απ' ότι στην Ιαπωνία και η σκληρότητα ήταν συχνά ελαττωματική. Αυτή η περίοδος έληξε γύρω στα 900 μ.Χ.

Την περίοδο του παλιού σπαθιού, περίπου από τα 900 μ.Χ. μέχρι τα 1530, τα σπαθιά είχαν κλίση και γενικά ήταν τέλεια σκληρά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υπήρχαν πέντε σχολές κατασκευής σπαθιών, οι οποίες ήταν υπεύθυνες σχεδόν για το 90% της ολικής παραγωγής. Αυτές οι σχολές ήταν από τις επαρχίες του Μπίζεν, του Γιαμάτο, του Σόσου, του Μίνο και του Γιαμασίρο. Τα σπαθιά από τις διάφορες σχολές είχαν λίγες και μικρές αλλαγές μεταξύ τους και αυτό δημιουργούσε τη βάση για πολλές έντονες συζητήσεις από τους ειδικούς, σχετικά με τα πλεονεκτήματα της κάθε σχολής.

Η περίοδος του νέου σπαθιού διήρκεσε από το 1530 μέχρι το 1867. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το σπαθί άρχισε να χάνει τη λειτουργική του αξία, καθώς ανακαλύφτηκε το μπαρούτι, και μίκρυνε το μέγεθος του στην κοφτερή άκρη περίπου δυο πόδια. Η τέχνη της κατασκευής σπαθιών άρχισε να παρακμάζει, αφού έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην εμφάνιση παρά στην ποιότητα.

Η τελευταία περίοδος στην ιστορία του ξίφους ήταν η περίοδος του μοντέρνου σπαθιού, που άρχισε στα 1868 (περίοδος Σίντο). Σ' αυτή την περίοδο σταματάει το φεουδαρχικό σύστημα και χάνεται το κύρος των Σαμουράι. Οι σαμουράι απαγορευόταν να φορούν σπαθιά και έτσι οι κατασκευαστές σπαθιών έγιναν απλοί σιδηρουργοί. Αυτά τα σπαθιά ήταν συνήθως καλυμμένα ή επεξεργασμένα με χημικές ουσίες και δεν τα σκλήραιναν σύμφωνα με την παράδοση των παλαιοτέρων όπλων.

Ο πολεμιστής Σαμουράι πάντα θα φορούσε ένα ζευγάρι σπαθιών, ένα μακρύ και ένα κοντό, και ο συνδυασμός αυτός ονομαζόταν “ντάισο” (μακρύ-κοντό). Αν και οι άλλοι ευγενείς περιστασιακά μπορεί να είχαν ένα σπαθί, το ντάισο ήταν το αποκλειστικό δικαίωμα των Σαμουράι. Συνήθως αποτελείτο είτε από μια "κατάνα" και ένα "βακιζάσι", είτε απο ένα "τάτσι" και ένα "βακιζάσι". Το συνδυασμό τάτσι και βακιζάσι τον φορούσαν με πανοπλία και με συγκεκριμένη στολή της αυλής, ενώ την κατάνα και το βακιζάσι τα φορούσαν με καθημερινή ενδυμασία. Η βασική διαφορά μεταξύ των όπλων ήταν το μήκος τους. Ένα “τάντο” (ειδικό μαχαίρι που το είχαν μαζί με κάποιο ντάισο) είχε μια λαβή μικρότερη από το μήκος ενός “σάκου”, περίπου 25 πόντους.

Η λεπίδα ενός βακιζάσι είχε μήκος μεταξύ ενός και δυο σάκου, ενώ το μήκος του τάτσι και της κατάνα ήταν μεγαλύτερο από δυο σάκου. Η διαφορά μεταξύ ενός τάτσι και μιας κατάνα ήταν στον τρόπο που τα φορούσαν.

Η γνώση της αυθεντικότητας και της αξίας ενός σπαθιού-αντίκας είναι μια τέχνη, που χρειάζεται χρόνια μελέτης και πρακτικής, και θα ήταν προτιμότερο να συμβουλεύεστε έναν ειδικό σε κάθε αγορά, αν είσαστε συλλέκτης. Υπάρχουν παραδείγματα αρκετών Αμερικανών που είχαν στην κατοχή τους (μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) κάποιο σπαθί σαμουράι αυθεντικής κατασκευής και συγχρόνως οικογενειακό κειμήλιο, με αποτέλεσμα η άξια του να το κάνει ενδιαφέρον ακόμα και για την Ιαπωνική Κυβέρνηση σαν πολιτιστική κληρονομιά. Πρόσφατα μάλιστα κάποιος Αμερικανός συλλέκτης αντάλλαξε ένα τέτοιο σπαθί με ένα πιστόλι παρόμοιας άξιας, και το σπαθί επιστράφηκε στην Ιαπωνική Κυβέρνηση. Το σπαθί αυτό ανήκε σε έναν από τους 47 Ρόνιν που εκδικήθηκαν το θάνατο του αφέντη τους Ασάνο το 1701 (εποχή του Σογκούν Τσουναγιόσι Τοκουγκάβα) εξαναγκάζοντας σε σεπούκου (χαρακίρι) τον υπεύθυνο για το θάνατο του Ασάνο φεουδάρχη Κίρα Κοζουκενοσούκε. 


 

Το σπαθί του νεαρού Γιαπωνέζου στρατιώτη αντανακλούσε τις ακτίνες του πρωινού ήλιου. Καθόταν ήσυχα, κρυμμένος πίσω από την οργιώδη τροπική βλάστηση, ακούγοντας τον εχθρό να πλησιάζει. Καθώς ο θόρυβος που έκαναν τα βήματά του εχθρού μεγάλωνε, μπορούσε να νοιώσει την αδρεναλίνη να τον πλημμυρίζει. Ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά τους. Μέσα σε λίγες στιγμές, το λαμπερό, κοφτερό σπαθί χτύπησε ξανά και ξανά και ξανά.

 Η τολμηρή ενέδρα ήταν επιτυχής. Αν και ήσαν περισσότεροι, κατάφερε να εξολοθρεύσει και τους τρεις άντρες χωρίς να υποστεί το παραμικρό τραύμα.

Ατένισε για λίγο τα νεκρά σώματά τους και έπειτα χωρίς κανένα συναίσθημα, σκούπισε το αίμα τους από τη λεπίδα του. Η τέχνη του στο σπαθί δεν τον πρόδωσε. Οι τεχνικές του, του επέτρεψαν να επιβιώσει σε άλλη μια συμπλοκή.

Και πότε έγινε αυτό το θανατηφόρο συμβάν; Πριν από διακόσια χρόνια; Ίσως ακόμα πιο πολλά;

Όχι, ο νεαρός άντρας δεν ήταν σαμουράι σε κάποια μεσαιωνική μάχη. Ήταν μέλος του Γιαπωνέζικου Αυτοκρατορικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και είχε σπουδάσει τις φονικές μεθόδους του Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου.

 

ΖΟΥΤΣΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΝΤΟ

Για να καταλάβει κανείς σε βάθος το Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου, πρέπει να αναγνωρίσει τις φιλοσοφικές και πρακτικές διαφορές ανάμεσα στις τέχνες Ζούτσου και Ντο. Οι γιαπωνέζικες μαχητικές τέχνες σχεδιάστηκαν ουσιαστικά για μάχη, για αγώνες ζωής και θανάτου. Τέτοιες τέχνες θεωρούνταν οι Ζούτσου (πολεμικές και τέχνες μάχης). Αργότερα, σε εποχές ειρήνης, αυτές οι τέχνες μετατράπηκαν σε φυσικές πρακτικές που εκπαιδεύουν στις ηθικές αρχές και την πειθαρχία. Έγιναν Ντο, ή τρόποι για τη βελτίωση του μυαλού, του σώματος, του πνεύματος και του χαρακτήρα.

Με τη μεταβολή αυτή, πολλοί από τους παραδοσιακούς μαχητές έχασαν την αποτελεσματικότητά τους στη μάχη για χάρη της εφαρμογής του αθλήματος ή της φυσικής πειθαρχίας,

Για παράδειγμα, το 1882 ο Ζίγκορο Κάνο συνέθεσε πολλές από τις τεχνικές πετάγματος, κλειδώματος και χτυπήματος του Ζιού-ζούτσου. Αφαίρεσε τις πιο επικίνδυνες τεχνικές και δημιούργησε το δημοφιλές Ολυμπιακό άθλημα του Τζούντο.

Με παρόμοιο τρόπο, η επιστήμη της ξιφομαχίας των πολεμιστών που ονομάζεται Κεν-ζούτσου μετατράπηκε στο άθλημα Κέντο. Καθώς και το Ιάι-ζούτσου, η τέχνη του γρήγορου ξεσπαθώματος και χρησιμοποίησης του σπαθιού για το κόψιμο του αντιπάλου, έγινε για μερικούς η νοητική και πνευματική πειθαρχία του Ιάι-ντο. Πάντως, αυτές οι μετατροπές, δεν έγιναν δεκτές από όλους. Οι φίλοι της παράδοσης επέκριναν τις αλλαγές και ευχήθηκαν να διατηρηθεί η αγνότητα των αυθεντικών τεχνικών μάχης.

Το Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου είναι μια μορφή Ιάι-ζούτσου που δεν έχει αποχωριστεί τις ρίζες του της αποτελεσματικής μάχης. Είναι μια πρακτική και αποτελεσματική μέθοδος χρησιμοποίησης του Γιαπωνέζικου στρατιωτικού σπαθιού στην πραγματική μάχη.

 

Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου

Το Γιαπωνέζικο στρατιωτικό σπαθί ονομάζεται “γκούντο”. Το γκούντο (που έχει μήκος σχεδόν 67,5 εκατοστών) είναι κοντύτερο σε μήκος από την παραδοσιακή “κατάνα” των σαμουράι και γενικά διανεμόταν σε κατώτερους στρατιωτικούς.

Οι ανώτεροι αξιωματικοί ή χρησιμοποιούσαν μια ελαφρά τροποποιημένη παραλλαγή που ονομαζόταν “γκούντο των αξιωματικών”, ή χρησιμοποιούσαν το οικογενειακό σπαθί των προγόνων τους.

Συχνά τα οικογενειακά σπαθιά τα λέπταιναν και τα ανανέωναν ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των στρατιωτικών συγκρούσεων. Ενώ τα οικογενειακά σπαθιά ήταν συχνά ανεκτίμητα έργα τέχνης που αντανακλούσαν τις επίπονες προσπάθειες προικισμένων τεχνιτών, τα γκούντο ήταν συνήθως φτιαγμένα από μηχανές κατά δεκάδες.

 

Πολλοί από τους κατώτερους στρατιωτικούς δεν είχαν ξαναπιάσει σπαθί στα χέρια τους, κι έτσι ο ιαπωνικός Στρατός χρειαζόταν κάποια σταθερή μέθοδο που θα μάθαινε γρήγορα σε αυτούς τους άντρες πώς να χρησιμοποιούν το όπλο. Ακόμα περισσότερο, τους χρειάζονταν τεχνικές που θα ήταν εύκολο να μαθευτούν και να απομνημονευθούν και θα έχτιζαν και θα παρότρυναν ένα δυνατό μαχητικό πνεύμα και ακόμα πιο σημαντικό, θα ήταν αποτελεσματικές την ώρα της μάχης.

Η λύση βρέθηκε στη γέννηση του Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου το 1925. Το Μπάτο-ζούτσου ήταν η αυθεντική τέχνη που είχε σχέση με τη γρήγορη συνεχή κίνηση του τραβήγματος του σπαθιού και χτυπήματος του αντιπάλου,

Το ίδιο το Τογιάμα-ρύου είχε προέλθει από πολλές παλιότερες τεχνικές σπαθιού, και ειδικά από το “ομόρυ-ρύου”. Το ομόρυ-ρύου, με τη σειρά του, είχε δημιουργηθεί το 17ο αιώνα από το “Εΐσιν-ρύου”. Σε αντίθεση με άλλες μορφές ιάι-ζούτσου ή ιάι-ντο, που δίδασκαν ορισμένες τεχνικές σπαθιού από την παραδοσιακή καθιστή στάση, όλες οι τεχνικές του ομόρυ-ρύου εκτελούνται από την όρθια θέση. Οι κινήσεις είναι ευρείες και δυναμικές. Κάθε χτύπημα έχει σχεδιαστεί να σκοτώνει ή να πληγώνει μοιραία τον αντίπαλο. Το Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου συμπεριλαμβανόταν στην επίσημη διδασκόμενη ύλη της Ακαδημίας των Αυτοκρατορικών Αξιωματούχων.

 

Η δύναμη του Τογιάμα-ρύου μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί. Στην αρχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τα εγχειρίδια του Αμερικανικού στρατού δίδασκαν στους στρατιώτες πώς να μπλοκάρουν τα χτυπήματα του σπαθιού κρατώντας το κοντάκι και την κάνη των όπλων τους και σηκώνοντάς τα πάνω από το κεφάλι τους. Το όπλο κρατιόταν παράλληλο με το έδαφος, ώστε να μπλοκάρει τη δύναμη του σπαθιού.

Πάντως, πολύ γρήγορα αυτά τα εγχειρίδια διορθώθηκαν με προσοχή και δίδασκαν μπλοκαρίσματα παρεκτροπής. Οι στρατιώτες σύντομα και πολλές φορές μοιραία ανακάλυψαν ένα χτύπημα του σπαθιού εκτελεσμένο σωστά προς τα κάτω ήταν δυνατόν στην πραγματικότητα να σκίσει το ξύλο και το μέταλλο του όπλου και ν' ανοίξει στα δύο τον αμυνόμενο.

Το Τογιάμα-ρύου συμπεριλαμβάνει έναν περιορισμένο αριθμό από Κάτα (φόρμες). Μερικά είδη Ιάι-ντο έχουν κάτα με ονόματα που μεταφράζονται σαν “η λάμψη της αστραπής” ή “τα κύματα στο βράχο”. Υιοθετώντας μια αυστηρά στρατιωτική συμπεριφορά, τα ονόματα των κάτα του Τογιάμα-ρύου δεν είναι ευφημιστικά και παραστατικά. Είναι απλά οι γιαπωνέζικες λέξεις για το “η πρώτη από αυτό” η “η δεύτερη από κείνο”. Μερικές φορές συμπεριλαμβάνεται η γιαπωνέζικη λέξη για μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο χώρο, όπως “μια από αυτή τη μπροστινή”, για να δηλώσει μια περαιτέρω ιδιαίτερη κίνηση στο κάτα.

Το κάτα του Τογιάμα-ρύου διδάσκει γρήγορα χτυπήματα στον ένα ή πολλούς αντιπάλους με επίθεση από ποικίλες γωνίες. Ένα κάτα δείχνει πώς να χτυπήσεις τον αντίπαλο που βρίσκεται κατευθείαν μπροστά, ενώ άλλες μορφές αφορούν αντιπάλους που πλησιάζουν ένας από κάθε πλευρά η επιτίθενται από μπροστά και πλάγια ταυτόχρονα. Ένα άλλο κάτα αφορά την πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση δύο εχθρών, όταν υπάρχει περιορισμένος χώρος για τη χρήση του σπαθιού.

Υπάρχει και ένας αμφιλεγόμενος τύπος που αφορά το τράβηγμα του σπαθιού, το στριφογύρισμά του πάνω από το κεφάλι και στη συνέχεια το κατέβασμά του προς τα κάτω, ακριβώς μπροστά από το σώμα με ταυτόχρονο λύγισμα των ποδιών και βαθύ κάθισμα. Μερικοί επιμένουν ότι αυτό τεχνικά δεν είναι κάτα αλλά μάλλον μια άσκηση για να ελέγχεται η ικανότητα του ατόμου στο κόψιμο και διαπέρασμα ενός στόχου. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο τύπος αυτός είναι η χαριστική βολή, που χρησιμοποιείται για να απαλλάξει έναν μοιραία τραυματισμένο αντίπαλο από το μαρτύριό του. Η αντιπαράθεση προέρχεται από το γεγονός ότι η τεχνική αυτή χρησίμευε και για την εκτέλεση κρατουμένων. Αυτό το διαπιστώνουμε βλέποντας μια ανατριχιαστική φωτογραφία από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που συμπεριλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του περιοδικού LIFE με τίτλο LIFE: Η ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ και που δείχνει έναν γιαπωνέζο αξιωματικό με το σπαθί του πάνω από το κεφάλι του, έτοιμο ν' αποκεφαλίσει έναν γονατισμένο, σκυμμένο και με δεμένα μάτια αυστραλό πιλότο.

Αν και ο τρόμος που προκαλεί η φωτογραφία φαίνεται βάρβαρος και ίσως αποκρουστικός, είναι αναμφισβήτητα μια υπενθύμιση της βίαιης πραγματικότητας των ανατολίτικων αυτών τεχνικών μάχης. Κατά παράδοξο τρόπο, ακόμα και στο ιάι-ντο τουλάχιστον σε ένα Ρύου (σχολή) περιέχεται ένας τύπος κάτα που διδάσκει τη σωστή τεχνική για το βοηθό εκείνου που θέλει να πραγματοποιήσει σεπούκου (τελετουργική αυτοκτονία). Το κάτα αυτό παρουσιάζει τις σωστές στάσεις και τεχνικές που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον αποκεφαλισμό κάποιου που πραγματοποιεί τελετουργική αυτοκτονία,

Το Τογιάμα-ρύου Μπάτο-ζούτσου, λοιπόν, είναι μια αληθινή τέχνη μάχης με ρίζες στη μεσαιωνική Ιαπωνία, η οποία παραμένει σήμερα μια μέθοδος χρήσης του σπαθιού που έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά της στην ίδια μας τη γενιά.

 


karate.gr - για όσους ξέρουν να διαβάζουν!

  Αρχική      Επικαιρότητα      ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΑΤΕ .