karate.gr: 09 - ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΑΤΕ: Οι Ρίζες του στο Βάθος του Χρόνου!

Πρώτη δημοσίευση  21/11/2004. Τελευταία ενημέρωση 17/1/2010

  Αρχική      Επικαιρότητα      ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΑΤΕ .

Καταχωρήσεις στο karate.gr Διοργανώσεις Στηρίξτε το karate.gr με 20 €/έτος!

 

 

 

 

13ος αιώνας. Φεουδαρχική Ιαπωνία.

Ο Αυτοκράτορας λατρεύεται σαν θεός. Είναι όμως ο Σογκούν (ανώτατος στρατιωτικός βαθμός) αυτός που εξουσιάζει. Η Ιαπωνία δεν θέλει πολλές επαφές με τους “βάρβαρους» της Ασιατικής ηπείρου. Η. Κορέα είναι ανεξάρτητο κράτος εν τούτοις πρέπει να ενδώσει στη θέληση της κινεζικής υπερδύναμης. Η Κίνα εξουσιάζεται από τον βάρβαρο Κουμπλάι Χαν. Η μεγαλύτερη επιθυμία του Χαν είναι να υποτάξει κάποτε όλα τα κράτη της γήινης σφαίρας.

Μέσα στην περίοδο αυτή, η Κίνα έχει κατακτηθεί, η Κορέα έχει εκούσια δεχθεί την επικυριαρχία και η Ιαπωνία έχει αρνηθεί υποταγή στις επιθυμίες του Χαν.

 

Γιόσι Μιρουμπίσι

Το πλοιάριο έριξε άγκυρα μέσα στα μπερδεμένα βούρλα που διατρέχουν την ελώδη ακτή της αρχαίας Μιμάνα. Μία ακόμη επαρχία, τώρα πια στη νοτιότερη άκρη της χερσονήσου της Κορέας, η Μιμάνα, υπήρξε σε περασμένους καιρούς ανεξάρτητο βασίλειο, σύμμαχος της Ιαπωνίας. Σε ανταπόδοση για την περιστασιακή στρατιωτική βοήθεια, η Μιμάνα είχε αναλάβει το ρόλο συνδέσμου με την Ασιατική ήπειρο. Αν και τώρα δεν υπάρχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους της πρώην Μιμάνα και της Ιαπωνίας, ανεπίσημα δεν έχουν διακοπεί. Στην ουσία, οι δεσμοί είναι πολύ ισχυροί. Λέγεται, ότι οι κάτοικοι της Μιμάνα συνδέονται εξ αίματος με τους Ιάπωνες.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Σογκούν της Ιαπωνίας έστειλε τον Γιόσι Τανάκα Μιρουμπίσι να επισκεφθεί τους μακρινούς του συγγενείς στην Κορέα. Ο Γιόσι Μιρουμπίσι είχε ήδη φτάσει στην ακτή, έκρυψε το πλοιάριό του σε μια συστάδα καλαμιών και κατευθυνόταν προς το χωριό των συγγενών του. Καθώς βάδιζε, αναλογιζόταν πόσο αλλόκοτη ήταν η εποχή που ζούσε. Ήξερε ότι η επίσημη πολιτική του Σογκούν στην Ιαπωνία αποσκοπούσε σε πλήρη απομονωτισμό. Όμως, τα τελευταία δύο χρόνια ο Σογκούν του είχε αναθέσει εφτά κατασκοπευτικές αποστολές μόνο στη νότια ακτή της Κορέας. Κάθε φορά που συνέτασσε την αναφορά της πιο πρόσφατης αποστολής του, ο Γιόσι παρατηρούσε ότι ο Σογκούν έκανε αυτοανάλυση και παρέμενε σιωπηλός. Ο Γιόσι δεν καταλάβαινε τι συμπέρασμα μπορούσε να βγάλει ο Σογκούν από τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από τις επισκέψεις στην Κορέα, μπορούσε όμως να διαισθανθεί, ότι είχε μοχθηρά σχέδια στο μυαλό του. Καθώς πορευόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, αναρωτήθηκε τι πληροφορίες θα μπορούσε να αποσπάσει αυτή τη φορά. Ξαφνικά, ο ρεμβασμός του διακόπηκε. Κράτησε την αναπνοή του και αφουγκράστηκε. Πολύ αδρά μπόρεσε να διακρίνει τρεις φιγούρες να κινούνται μέσα στο σκοτάδι.

Κατευθύνθηκε προς τις τρεις φιγούρες. Ήταν δύο πολεμιστές σαμουράι, αν και ο οπλισμός τους δεν ήταν ακριβώς σωστός και ένας Κορεάτης. Ο ένας πολεμιστής κρατούσε τα ηνία των αλόγων, ενώ ο άλλος επέπληττε με υβριστικό τρόπο τον Κορεάτη. Πριν καλά-καλά μπορέσει ο Γιόσι να καταλάβει τι έλεγαν οι δύο άντρες, ο Κορεάτης φώναξε κάτι στον ανταγωνιστή του, εκτέλεσε ένα τέλειο ανάποδο λάκτισμα που εκσφενδόνισε τον πολεμιστή στο έδαφος κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος του Γιόσι. Σε μια στιγμή, οι δυο πολεμιστές συνήλθαν από τον αιφνιδιασμό και άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση του Κορεάτη, που είχε φτάσει πλέον πολύ κοντά στον Γιόσι, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει στην ατυχία του. Αν δεν αντιδρούσε στιγμιαία, είτε θα ανακαλυπτόταν από τους πολεμιστές και θα φονευόταν είτε θα ποδοπατιόταν από τα άλογα.

Ο Γιόσι πέταξε το καπάκι από τον φυσητήρα του και έβγαλε γρήγορα από τις τσέπες του τσακμακόπετρες και κομματάκια σιδήρου. Μόλις τα άλογα είχαν πλησιάσει την κρυψώνα του, φύσηξε μέσα στο φυσητήρι και η νύχτα έλαμψε από ένα εκτυφλωτικό κίτρινο φως.

Ένα οξύ σφύριγμα που θύμιζε ήχο χιλιάδων ερπετών κι ένα πυκνό σύννεφο καπνού διαπέρασαν το πυκνό σκοτάδι. Ο Γιόσι είχε στρέψει το πρόσωπό του αλλού, γιατί ήξερε τι θα συνέβαινε. Οι αναβάτες και τα άλογά τους ήταν ανυποψίαστοι και η απρόσμενη στήλη φωτιάς αιφνιδίασε τα ζώα με αποτέλεσμα να πετάξουν κάτω τους αναβάτες τους. Μέχρι να συνέλθουν, ο Κορεάτης είχε εξαφανισθεί και ο Γιόσι είχε σχεδόν φτάσει στο σπίτι των συγγενών του.

 

Μόλις είχε αρχίσει να φωτίζει και οι συγγενείς του Γιόσι προετοιμάζονταν για την καινούρια μέρα. Ήταν περίοδος θερισμού και όλοι στο χωριό βοηθούσαν στη συγκομιδή του φετινού ρυζιού, όλοι εκτός από τους ψαράδες. Η οικογένεια του Γιόσι ήταν μεγάλη και αποτελείτο όχι μόνον από αγρότες και ψαράδες, αλλά και από εμπόρους. Αυτό αποδεικνυόταν πολύ επωφελές για τον ίδιο στις αποστολές του στην Κορέα. Μπορούσε να εισχωρήσει σε διάφορα μέρη και να αποσπάσει πληροφορίες που κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν μάλλον δύσκολο.

Οι συγγενείς του Γιόσι χάρηκαν που τον είδαν, αν και ποτέ δεν ήξεραν πότε θα έφτανε και πότε θα αναχωρούσε. Πάντα έβρισκαν κάποια δουλειά σαν πρόσχημα για να καλύψουν την εκάστοτε αποστολή του στην Κορέα. Σ' αυτό το ταξίδι, ο Γιόσι ενδιαφερόταν για συλλογή πληροφοριών κοντά στην αποβάθρα. Εξαιτίας, όμως, των επεισοδίων της προηγούμενης βραδιάς τα χέρια του ήταν πληγιασμένα. Οι συγγενείς του θεώρησαν καλύτερο το να δουλέψει στους ορυζώνες μέχρι να επουλωθούν οι πληγές.

Πέρασε ένας μήνας μέχρι να γίνουν καλά τα χέρια του. Σ' όλο αυτό τον καιρό, ο Γιόσι ξόδεψε τις μέρες του στο θερισμό του ρυζιού. Του άρεσε η δουλειά αυτή, κυρίως όταν έπρεπε να ξεχωρίζει την ψίχα του καρπού από το φλοιό. Ήταν μια ευκαιρία για εκείνον να “φρεσκάρει” τις ικανότητές του στα γεωργικά εργαλεία όπως η τόνφα και το νουντσάκου.

Ο Γιόσι χτύπαγε το ρύζι προκειμένου να διαχωρίσει τον καρπό από το άχυρο και καθώς οι γυναίκες τίναζαν το υλικό, ώστε να παρασύρει ο αέρας το άχυρο και να αφήσει μόνο τον καρπό του ρυζιού, έκανε στα γρήγορα μερικές αμυντικές κι επιθετικές κινήσεις με τα γεωργικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε.

Του ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει πότε έπρεπε να σταματήσει την εξάσκηση. Άλλωστε δεν του δινόταν συχνά η ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Όμως, ήξερε καλά ότι ήταν ασυγχώρητο το να διακινδυνεύει την επιτυχία της αποστολής του, μόνο και μόνο για να προπονηθεί. Δεν θα ήταν σκόπιμο άλλωστε να παραβλέψει το επεισόδιο που είχε δημιουργηθεί από κάποιο πρεσβύτερο του χωριού με επίκεντρο τον ίδιο. Φαίνεται ότι ο ηλικιωμένος άντρας νόμισε, ότι ο Γιόσι φλερτάριζε την κόρη του. Εφόσον δεν είχαν γίνει οι εθιμοτυπικές συστάσεις από την οικογένειά του, ο ηλικιωμένος χωριανός το θεώρησε σαν προσβολή. Τόσο ατιμασμένος ένοιωθε, ώστε πήγε να χτυπήσει στο πρόσωπο τον Γιόσι με μια τόνφα. Αυτός απλώς έκανε στην άκρη, χτύπησε από πίσω τα γόνατα του γέρου με τη λαβή ενός εργαλείου και τον τίναξε ανάποδα. Ήξερε, ότι αν ήθελε να πετύχει η αποστολή του, δεν θα έπρεπε να συγκεντρώσει την προσοχή των άλλων επάνω του. Ήταν χαρούμενος που θα μπορούσε να πάει στην προκυμαία αύριο.

Στο Γιόσι Μιρουμπίσι δεν άρεσε ιδιαίτερα το καθάρισμα των ψαριών κι άλλων θαλασσινών, Δεν μπορούσε όμως να κάνει κι αλλιώς. Ο Σογκούν του είχε ζητήσει να συγκεντρώσει κάθε δυνατό στοιχείο στο λιμάνι. Μετά από δουλειά δύο εβδομάδων, ο Γιόσι άρχισε να αντιλαμβάνεται, ότι τα πράγματα αποδεικνύονταν τελείως διαφορετικά απ' ό,τι στο τελευταίο του ταξίδι.

Άκουσε, ότι κατά μήκος όλης της νότιας ακτής της Κορέας είχαν επιστρατευτεί ξυλοκόποι και κατασκευαστές πλοίων. Καθημερινά επισκέπτονταν από το βορρά τα νότια παράλια της Κορέας καραβάνια με κομμένου ς κορμούς. Κυκλοφόρησε η φήμη, ότι η κυβέρνηση της Κορέας δρούσε κατόπιν εντολής του Κουμπλάι Χαν. Οι φήμες επιβεβαιώνονταν από το γεγονός ότι κανείς δεν μπορούσε να ταξιδέψει μακριά στις νότιες παράλιες επαρχίες χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με Κινέζους πολεμιστές.

Ψιθυρίστηκε ακόμη, ότι προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για δήθεν άχρηστες πληροφορίες σχετικά με οικογένειες που ζούσαν σε τούτα τα μέρη. Επιπλέον, διεξάχθηκε απογραφή κατοίκων, που περιελάμβανε όνομα, ηλικία, τόπο γέννησης, τόπο διαμονής για όλους όσους ζούσαν κι εργάζονταν στη Ν. Κορέα. Ο Γιόσι μπορούσε να υποθέσει και τίποτε άλλο το τι σήμαινε όλη αυτή η δραστηριότητα, αλλά ήταν σίγουρος ότι αυτές τις πληροφορίες ήθελε ο Σογκούν. Σκέφτηκε ότι είχε παραμείνει για μεγάλο διάστημα στην Κορέα, τόσο όσο χρειαζόταν για να συγκεντρώσει το είδος πληροφοριών, που σίγουρα θα ευχαριστούσαν τον Σογκούν. Θα επέστρεφε απόψε στην Ιαπωνία.

 

Ήταν η ώρα του σκύλου και ο Γιόσι κατευθυνόταν προς τους βάλτους, εκεί που είχε κρύψει το πλοιάριό του. Ξαφνικά, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον οπλισμένο πολεμιστή. Χωρίς κουβέντα, ο πολεμιστής έριξε το ακόντιό του σημαδεύοντας το στήθος του Γιόσι. Εκείνος είχε ήδη καταφέρει να γλιστρήσει στα πλάγια χωρίς να τον πάρει είδηση και το ακόντιο πέρασε ξυστά από δίπλα του. Ο Γιόσι έπεσε στο έδαφος με την πλάτη. Καθώς ο πολεμιστής πλησίασε για τη χαριστική βολή, ο Γιόσι πολύ γρήγορα χτύπησε με το αριστερό του πόδι τα πόδια του πολεμιστή από πίσω και αυτοστιγμεί κύλησε προς τ' αριστερά, αφήνοντας το ακόντιο να καρφωθεί στο βράχο. Καθώς κύλησε στα πλάγια, το πόδι του τινάχτηκε στην κοιλιά του αντιπάλου του. Αν και το λάκτισμα δεν προξένησε ζημιά στην πανοπλία από μπαμπού του πολεμιστή, τον έριξε με θόρυβο στο έδαφος. Μια και δεν είχε λεπτό για χάσιμο, ο Γιόσι έβγαλε απ' το μανίκι του τη λεπτή λεπίδα και την κάρφωσε στο πλευρό του πολεμιστή, ώστε να του διαπεράσει το συκώτι. Τράβηξε γρήγορα τη λεπίδα, κύλησε στα πλάγια τον πολεμιστή και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Περίμενε λίγο για να δει αν κινείται, πράγμα που δεν έκανε γιατί ήταν ήδη νεκρός.

Το γεγονός όμως δεν πέρασε απαρατήρητο και τρεις πολεμιστές που φύλαγαν σκοπιά στο στρατόπεδο, αρκετά μέτρα μακριά, είχαν φτάσει στον τόπο της σκηνής. Καταλαβαίνοντας ότι κάθε απόπειρα φυγής ήταν αδύνατη για την ώρα, απλώς δίπλωσε τα πόδια του, έφερε το κεφάλι του στα γόνατα και παρέμεινε ακίνητος. Μέσα στην ομίχλη παρίστανε το βράχο. Βλέποντας οι τρεις πολεμιστές, ότι' ο συνάδελφός τους ήταν νεκρός, άρχισαν τις έρευνες στη γύρω περιοχή. Πέρασαν ακριβώς δίπλα του, αλλά δεν τον είδαν. Ένας από αυτούς έφυγε από τον τόπο της συμπλοκής για να ζητήσει βοήθεια από την κυρίως φρουρά. Οι δύο που παρέμειναν στο μέρος του εγκλήματος έλαβαν θέσεις περιμετρικά από τον χαμένο συνάδελφό τους.

Ο Γιόσι ήξερε ότι ή θα έπρεπε να το σκάσει ή να πεθάνει στην απόπειρα. Δεν θα μπορούσε να ζει με την ντροπή της αποτυχημένης έκβασης της αποστολής του και σε περίπτωση αιχμαλωσίας του θα έκανε χαρακίρι. Έβγαλε, χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, ένα μικρό σούρικεν του οποίου την άκρη είχε αλείψει με δηλητήριο, έπειτα ένα μασούρι μεταξένιου κορδονιού με βαρίδι στην άκρη. Ανασηκώθηκε από την κρυψώνα του και άρχισε να στριφογυρίζει το σχοινί με το βαρίδι πάνω απ' το κεφάλι του. Όσο μεγάλωνε η ορμή, τόσο αυξανόταν ο οξύς θόρυβος του σχοινιού που έσχιζε τον αέρα.

Τη στιγμή που ο κοντινότερος πολεμιστής αντιλήφθηκε το θόρυβο, ήταν πλέον πολύ αργά. Ο Γιόσι το άφησε ελεύθερο και με το που χτύπησε τον πολεμιστή, έσπασε την πανοπλία του και καρφώθηκε στο στήθος του. Ο πολεμιστής σωριάστηκε στο έδαφος χωρίς να έχει τη δύναμη να φωνάξει για βοήθεια. Ο άλλος άκουσε το συνάδελφό του να πέφτει και καθώς γύρισε, νόμισε ότι είδε ένα μικρό αντικείμενο να περιστρέφεται μέσα στο σκοτάδι και αισθάνθηκε κάτι οξύ να του τρυπάει το αριστερό αυτί. Πριν προλάβει να κάνει πέντε βήματα, ένοιωσε ναυτία, σουβλιές στο στομάχι και η τελευταία του σκέψη ήταν το ότι θα πέθαινε μόνος, μέσα στη μαυρίλα της νυχτιάς.

Πριν πέσει στο χώμα, ο Γιόσι είχε αρχίσει να κατηφορίζει προς τη μεριά που είχε κρύψει το πλοιάριό του. Το έσυρε γρήγορα, στο νερό. Η κάρμα του δεν ήταν καλή κείνο το βράδυ και δυο νεοφερμένοι πολεμιστές που τον είχαν δει να μπαίνει στο νερό, άρχισαν να τον κυνηγούν. Ο Γιόσι κωπηλατούσε όλο και πιο δυνατά, για να κερδίσει ταχύτητα. Τα βούρλα του βάλτου όμως τον εμπόδιζαν. Πήρε βαθιά εισπνοή και βούτηξε στα μαύρα νερά. Αυτή τη φορά έμεινε κάτω από την επιφάνεια και κατέβηκε στον πάτο κρατώντας τις ρίζες των βούρλων.

Όταν ένοιωσε ότι δεν άντεχε άλλο κάτω απ' το νερό κι ότι τα πνευμόνια του ήταν έτοιμα να σκάσουν, έβαλε το καλάμι που είχε κόψει, πριν βουτήξει, στα χείλια του και φύσηξε. Ευχαρίστησε τους προγόνους του και τους θεούς του βάλτου που τον προστάτευαν. Όταν η άκρη του φυσητήρα διαπέρασε το νερό και βγήκε έξω, ο Γιόσι κυριολεκτικά ρούφηξε το γλυκό, ζωογόνο, υγρό νυχτερινό αέρα. Αισθανόταν τα νερά να στροβιλίζονται γύρω του και ήξερε καλά, πως οι πολεμιστές βρίσκονταν εκεί κοντά ψάχνοντας με τα ακόντιά τους ανάμεσα στα βούρλα και μέσα τα σκοτεινά νερά με την ελπίδα να ανακαλύψουν που κρύβεται. Για μια ακόμη φορά, ήξερε πως αν δεν έπαιρνε δραστικά μέτρα, οι πολεμιστές είτε θα τον έβρισκαν και θα τον σκότωναν επί τόπου είτε θα ανακάλυπταν το κρυμμένο πλοιάριο και θα το κατέστρεφαν. Αν αποτύγχανε στην αποστολή του, δεν θα είχε το κουράγιο να ξαναγυρίσει αν ήταν ζωντανός στην Ιαπωνία. Τράβηξε τρία μεγάλα σούρικεν από τις θήκες τους και, καθώς έβγαλε το κεφάλι του από το νερό, είδε έναν από τους κυνηγούς του να στέκεται σε απόσταση περίπου 3 μέτρων μπροστά του.

Ο Γιόσι πήρε τα τρία δηλητηριώδη σούρικεν και τα εκσφενδόνισε στα καπούλια του αλόγου του πολεμιστή, ακριβώς κάτω από την προστατευτική πανοπλία του ζώου. Το άλογο έκανε προς τα πίσω, χώνοντας τα πίσω πόδια του βαθιά μέσα στη λάσπη του βάλτου. Ο πολεμιστής παρέμεινε στη σέλλα, ανίκανος να κάνει οτιδήποτε πάνω στο νεκρό ζώο. Ο Γιόσι άρπαξε την ευκαιρία να τραβήξει από την κρυψώνα το πλοιάριο. Σιγά-σιγά, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς, έσυρε το σκάφος ανοιχτά στο νερό.

Ξαπλώνοντας στο πλοιάριο και αφήνοντας την παλίρροια να τον τραβήξει προς τα μέσα, σκέφτηκε πόσο πραγματικά καλή ήταν η κάρμα του. Οι μελλοντικές αποστολές του στην Κορέα θα ήταν τελικά πολύ πιο δυσκολότερες απ' ό,τι στο παρελθόν. Ευχαρίστησε τους προγόνους του, τα πνεύματα και ιδιαίτερα κάτι που ούτε ο ίδιος ο Σογκούν γνώριζε. Ευχαρίστησε το ότι ήταν ένας Νίντζα!

 

Η Τίγρη, το Ερπετό και το Κοράκι.

Ο Ντάιμγιο της επαρχίας Κυούσου βημάτιζε σαν φυλακισμένη λεοπάρδαλη πάνω στο ξύλινο δάπεδο του κυρίου δώματος του θερινού παλατιού του στο νησί Ίκι. Δεν υπήρχε λογική εξήγηση ή κέρδος από το να συλλογίζεται πιο σχολαστικά το θέμα. Είχε ήδη συμφωνήσει μυστικά να συναντηθεί μαζί τους. Οι απεσταλμένοι του Χαν θα έφταναν απόψε. Οι αρχικές παρακλήσεις του Χαν είχαν προσφέρει στον Ντάιμγιο πολύ περισσότερα απ' όσα νόμιζε ότι θα μπορούσε να έχει πετύχει με δικές του προσπάθειες. Ο ίδιος ήξερε ότι διοικούσε μόνος του την επαρχία του και αν δεν ήταν δύσκολοι οι καιροί, θα ρισκάριζε την τιμωρία του Σογκούν και θα αρνιόταν να πληρώνει το χίορο-μάι (φόρος ρυζιού που χρησιμοποιούταν από τον Σογκούν για κάλυψη της στρατιωτικής άμυνας του κράτους). Αν όλα πήγαιναν καλά το βράδυ και η κάρμα του ήταν καλή, σύντομα θα ανακηρυσσόταν Σογκούν της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.

“Κάνε γρήγορα, γεροπαραλυμένε”, ούρλιαξε ο πολεμιστής σαμουράι στον υπερήλικα. “Αν δεν βιαστείς  να τελειώσεις τις παραδόσεις σου στην κουζίνα του αφέντη, θα δοκιμάσω με μεγάλη μου ευχαρίστηση την καλύτερη λεπίδα μου πάνω στη σάρκα σου”.

“Ναι, ευγενή μου”, αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας μετά από βαθιές υποκλίσεις. “Θα προσπαθήσω να απομακρύνω τον τόσο άχρηστο εαυτό μου από την ευγένειά σας αυτοστιγμεί. Δεν μου μένει παρά ένα ακόμη κιβώτιο πορσελάνινων ποτηριών για κρασί να παραδώσω και εγώ ο άθλιος θα χαθώ από τη θέα σας για πάντα”.

Μόλις ο γέρος άνθρωπος διάβηκε την σιδερένια πύλη, που ήταν η μοναδική είσοδος στον τεράστιο πέτρινο τοίχο που περιέκλειε το θερινό παλάτι του Ντάιμγιο του Κυούσου, εγκατέλειψε τη “γηραιή” του εμφάνιση και προσέδωσε κάποια ζωτικότητα στο βάδισμά του. “Ναι”, σκέφτηκε ο Γιόσι Τανάκα Μιρουμπίσι, “απ' όλες τις μεταμφιέσεις μου, αυτή του γέρου είναι η πειστικότερη”. Καθώς βάδιζε στο βοτσαλένιο μονοπάτι, ξανάφερε στη μνήμη του όλα όσα είχε δει στον περίβολο. Το παλάτι αποτελείτο από αρκετές ξύλινες κατασκευές με κεραμοσκεπές σε διάφορα επίπεδα. Στον περίβολο έβλεπες αρκετές λιμνούλες που συνδέονταν με κανάλια μεταξύ τους, τα οποία περιελίσσονταν γύρω από τα κτίσματα του παλατιού. Το έδαφος ήταν στρωμένο με λαξεμένες πέτρες και λιθάρια. Το όλο οπτικό ερέθισμα δημιουργούσε συναισθήματα γαλήνης και ηρεμίας. Ο Γιόσι παρέδωσε το τελευταίο κιβώτιο στην κουζίνα του Ντάιμγιο και βιαστικά εγκατέλειψε τον περίβολο με τη σιγουριά ότι θα ξαναγύριζε το ίδιο βράδυ. Τούτη τη φορά, όμως, δεν θα γύριζε σαν γέρος, αλλά σαν Νίντζα.

Ο ήλιος έδυε αργά στο δυτικό ουρανό με μοναδικούς ιριδισμούς πορτοκαλί και πορφυρού χρώματος. Ο Γιόσι, όμως, και οι ξάδελφοί του δεν είχαν καιρό για το εντυπωσιακό αυτό θέαμα. Η σπουδή και η πρακτική στο νινζούτσου ήταν προσφιλής τέχνη. Τα μυστικά των νίντζα ήταν απόκρυφα, κυρίως ανάμεσα στους εξ αίματος συγγενείς. Κάθε μέλος οικογένειας νίντζα υιοθετούσε ένα ψευδώνυμο, το οποίο χρησιμοποιούσε κάθε φορά που γινόταν συζήτηση περί σχετικών θεμάτων. Ο Γιόσι, ο οποίος έφερε το ψευδώνυμο “Τίγρη” έδινε οδηγίες στους δύο ξάδελφούς του για τη νυχτερινή τους επιχείρηση. Η Τίγρη εξηγούσε στο Ερπετό και στο Κοράκι τι επρόκειτο να γίνει απόψε και από ποιον. Το Ερπετό και το Κοράκι αποκρίθηκαν ότι είχαν καταλάβει απόλυτα το σχέδιο, υποκλίθηκαν μπροστά στην Τίγρη και αποχώρησαν. Αμέσως άρχισαν να ετοιμάζουν τον οπλισμό τους και κάθε τι απαραίτητο, για τη νυχτερινή αποστολή. Η Tίγρη καταπιάστηκε με όλες τις λειτουργίες που θα έπρεπε να γίνουν το βράδυ, προκειμένου να αποβεί η επιχείρηση επιτυχής.

Όσο ήταν απασχολημένη, σκεφτόταν τι είχε οδηγήσει στη διοργάνωση της επιχείρησης αυτής. Το ταξίδι από την Κορέα στο νησί Τσουσίμα ήταν ήρεμο, χωρίς προβλήματα, εκτός από ένα μικρό διάστημα άπνοιας, όπου δεν φυσούσε καν αέρας για να κινηθεί το πλοιάριο του Γιόσι. Πρώτ' απ' όλα, είχε κάνει την εμφάνισή του ένας καρχαρίας, ο οποίος προσέκρουσε στη μάσκα του σκάφους. Έπειτα, άλλος ένας που χτύπησε τα πλάγια του πλοίου. Ύστερα δεκάδες τριγωνικά πτερύγια, που είχαν κατακλύσει την επιφάνεια της θάλασσας.

Η βία και η δύναμη με τις οποίες χτυπούσαν το πλοιάριο αυξάνονταν όλο και περισσότερο. Το μικρό σκάφος δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη στα χτυπήματα, όπως το τελευταίο που σχεδόν άνοιξε ρήγμα. Η γάστρα άρχισε να σπάει. Ο Γιόσι τώρα καταλάβαινε, γιατί το δέρμα του καρχαρία χρησιμοποιούταν από μερικούς πολεμιστές σαν ελαφρός οπλισμός και από τους ξυλοκόπους σαν στιλβωτικό μέσο.

Σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο και ύστερα έδρασε. Άρπαξε ένα αγκίστρι με τρία δόντια και το μακρύτερο σε μήκος μαχαίρι του. Κοίταξε τον καρχαρία που κολυμπούσε παράλληλα προς το σκάφος, πέταξε το αγκίστρι ακριβώς μπροστά από το πτερύγιο και καθώς χτύπησε στο νερό, ο Γιόσι τράβηξε το σχοινί προς το μέρος του. Τα δόντια του αγκιστριού χώθηκαν στα βράγχια του κήτους.

Ύστερα τον έσυρε προς το σκάφος, κατάφερε να ακουμπήσει το κεφάλι του ζώου στην κουπαστή και αρπάζοντας το μαχαίρι, το έχωσε στο μάτι του κήτους, προσπαθώντας συγχρόνως να αποφύγει τα κοφτερά του σαγόνια. Ύστερα, πέρασε τη λεπίδα στα βράγχια του καρχαρία κι απελευθέρωσε το αγκίστρι. Το ζώο άρχισε να αναδεύει την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ πίδακες αίματος από το τραυματισμένο μάτι και τα σχισμένα βράγχια έβαφαν το νερό κόκκινο.

Το πλοιάριο του Γιόσι δεν αποτελούσε πλέον το επίκεντρο προσοχής των υπόλοιπων καρχαριών. Τώρα πια έκαναν κύκλους γύρω από τον θανάσιμα τραυματισμένο κάτοικο του βυθού. Σύντομα φύσηξε αεράκι και ο Γιόσι έβαλε πλώρη για Ιαπωνία.

 

Το πλοιάριο έπιασε στο νησί Τσουσίμα και αγκυροβόλησε στο συνηθισμένο μέρος, στην εγκαταλειμμένη αποβάθρα στα βόρεια του νησιού. Εκεί, έγινε η συνάντησή του με το Ερπετό. Ο Γιόσι ήξερε καλά, ότι βρισκόταν εκεί για μια ειδική αποστολή νίντζα, όταν το Ερπετό απηύθυνε το λόγο στην Τίγρη. Καθώς προχώρησαν οι δυο τους προς το κοντινότερο λιμάνι για να πάρουν το πλοίο από το νησί Τσουσίμα, το Ερπετό εξήγησε στην Τίγρη την αποστολή που είχε αναλάβει να εκτελέσει η οικογένειά του.

Φαίνεται, ότι οι απεσταλμένοι του Κουμπλάι Χαν είχαν παραδώσει επιστολή απευθυνόμενη στον “Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας” στα χέρια του Ντάιμγιο του Κυούσου. Η επιστολή ανέφερε, ότι εάν η Ιαπωνία δεν υπέκυπτε στις επιθυμίες του “Μεγάλου Αυτοκράτορα της Μογγολίας” θα κηρυσσόταν πόλεμος. Ο Ντάιμγιο παρέδωσε χωρίς καθυστέρηση το γράμμα στον Σογκούν στην πρωτεύουσα της νήσου Χονσού. Μόλις τo διάβασε ο κυβερνήτης του Κυότο τρομοκρατήθηκε και πρώτη του σκέψη ήταν να κατευνάσει τον Χαν.

Ο Σογκούν ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην Καμακούρα, κοντά στο σημερινό Τόκυο, σκέφτηκε αλλιώς. Ήξερε, ότι διοικεί τη χώρα μέσω της στρατιωτικής του ιδιότητας. Ήξερε, πόσο σημαντική ήταν η διατήρηση του σαμ, της συχνά προβληματικής τοπικής αυτοδιοίκησης. Σκέφτηκε, ότι καλύτερο ήταν να κατευθύνει τον βασιλιά παρά να χαίρει ο ίδιος αυτού του τίτλου. Το θέμα, τώρα, ήταν πώς θα μπορούσε να συνδιαλλαγεί με τους διπλωματικούς εκπροσώπους του Χαν, χωρίς να γνωρίζει η κυβέρνηση του Κυότο, ότι αυτό συνέβηκε κάτω από τις δικές του διαταγές. Λίγο αργότερα βρήκε τη λύση στο πρόβλημά του.

Η Τίγρη και το Ερπετό κατάφεραν να μπουν στο εμπορικό πλοίο που έφευγε απ' το νησί Τσουσίμα με την πρωινή παλίρροια. Πρώτος σταθμός του πλοίου θα ήταν το νησί Ίκι, μετά θα συνέχιζε για τη Χακάτα στο νησί Κυούσου. Το Κοράκι περίμενε ήδη στο Ίκι, κάνοντας τις απαραίτητες προετοιμασίες. Οι επιθυμίες του Σογκούν γύρω από τη συμπεριφορά του απέναντι στους διπλωματικούς απεσταλμένους του Χαν ήταν από τη φύση τους απλοϊκές. Οι ίδιοι θα επέστρεφαν στον ηγέτη τους, μεταφέροντάς του το μήνυμα, ότι η Ιαπωνία δεν θα τιμούσε ποτέ τον βάρβαρο αφέντη τους με μία απάντηση στα αιτήματά του. Η σχετικά ακίνδυνη δικαιολογία του Σογκούν θα μπορούσε να πείσει τον κυβερνήτη της πόλης του Κυότο. Εντούτοις ο Ντάιμγιο του Κυούσου είχε πιέσει τον Σογκούν να πάρει δραστικότερα μέτρα.

Με τη βοήθεια του περίπλοκου κατασκοπευτικού δικτύου, που είχε θέσει σε λειτουργία ο Σογκούν από την ανακήρυξή του ως ανώτατου στρατιωτικού διοικητή της χώρας, ανακάλυψε τη μυστική συνάντηση του Ντάιμγιο με τους αντιπροσώπους του μεγάλου Χαν. Ήξερε ότι έπρεπε να δράσει αδίστακτα και γρήγορα ενάντια στον Ντάιμγιο και στους εκπροσώπους. Δεν είχε αντιληφθεί σε βάθος, ότι ο πλέον έμπιστος κατάσκοπός του, ο Γιόσι Τανάκα Μιρουμπίσι, θα έφερε σε πέρας τις μυστικότερες και πιο κακοήθεις διαταγές του.

Καθώς το εμπορικό πλοίο σήκωσε πανί με την πρωινή παλίρροια, αφήνοντας το νησί Τσουσίμα και οδεύοντας προς το Ίκι, η Τίγρη και το Ερπετό κάθισαν οκλαδόν, συζητώντας χαμηλόφωνα. “Δεν νομίζεις πως υπάρχουν υπεράριθμοι πολεμιστές Σαμουράι στο σκάφος;” ρώτησε το Ερπετό. “Σίγουρα θα μπορούσες να περάσεις το σκάφος για πολεμική γαλλέρα.”

««Οι παρατηρήσεις σου είναι σωστές και συνάμα λανθασμένες», απάντησε η Τίγρη. «Την περασμένη βραδιά διαπίστωσα από μια συζήτηση στην αποβάθρα, ότι το πλοίο αυτό είχε πρόσφατα έναν εμπορικό ναύλο για Κορέα. Με τη διεξαγωγή, όμως, των διαπραγματεύσεων, οι ιδιοκτήτες του πλοίου δεν ικανοποιήθηκαν από τα κέρδη που θα τους απέφερε ο ναύλος. Έστειλαν το πλοίο πίσω στην Κορέα με μια στρατιά Σαμουράι, οι οποίοι επιτέθηκαν στο εμπορικό χωριό με αποτέλεσμα να αυξηθεί αυτή τη φορά το ποσοστό των κερδών τους».

“Σταματήστε τη φλυαρία”, φώναξε ο πολεμιστής Σαμουράι στο Ερπετό και την Τίγρη.

“Να μας συγχωρείτε, σας παρακαλώ”, απάντησε η Τίγρη. “Δεν σκοπεύαμε να θίξουμε την ευγενή ύπαρξή σας. Πώς μπορούμε να σας αποζημιώσουμε για την προσβολή του προσώπου σας;”

“Μοιάζετε για χωρικοί”, απάντησε ο Σαμουράι, που φαίνεται είχε κατεβάσει πολύ σάκε. “Γι' αυτό”, συνέχισε “δεν είστε ικανοί να κάνετε σεπούκου (χαρακίρι).”

“Ω!”, απάντησε η Τίγρη. “Είμαι σίγουρος πως είστε σαμουράι και στενοχωρούμαι ιδιαίτερα για την αποχαυνωμένη συμπεριφορά σας. Απαιτούμε έστω και την ελάχιστη απολογία εκ μέρους σας, γιατί αν και δεν μας φαίνεται, είμαστε σαμουράι από γέννας. Οι περιφρονητικές προσβολές σας αντηχούν πολύ άσχημα στα αφτιά μας. Έχετε λοιπόν να διαλέξετε ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές λύσεις ή να απολογηθείτε ή να κάνετε σεπούκου για να μας απαλλάξετε από την ντροπή που μας επιρρίψατε.”

Ο Σαμουράι, ομολογουμένως, βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά σε τέτοια απάντηση που του έδωσε η Τίγρη. Ταράχτηκε και εντελώς ενστικτωδώς τράβηξε το θανατηφόρο σπαθί του από τη θήκη. Σε απάντηση προς τον πολεμιστή, η Τίγρη πήδηξε από τη θέση της και με εναέριο πλάγιο λάκτισμα τίναξε το σπαθί του Σαμουράι μακριά. Με την προσγείωσή της στο κατάστρωμα, χτύπησε με την κόψη της παλάμης της τον πολεμιστή στο λαιμό και τον ξάπλωσε σχεδόν άπνοο δίπλα σ' έναν σπασμένο φυσητήρα. Με κίνηση σαν αστραπή, η Τίγρη έβγαλε το μακρύ μαχαίρι της και το στήριξε στο πλάι του λαιμού του σαμουράι! Εκείνος κοκάλωσε!

Ενώ παρακολουθούσαν η Τίγρη και το Ερπετό, ο πολεμιστής ξέλυσε το ένδυμά του και εξέθεσε την κοιλιά του. Τράβηξε το τάντο του (μαχαίρι), βύθισε χωρίς καθυστέρηση τη λεπίδα στην αριστερή πλευρά της κοιλιάς του και την έσυρε δεξιά και μετά προς τα πάνω. Δεν έβγαλε ψίθυρο, καθώς τα έντερα τινάχτηκαν έξω από την κοιλιά. Παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σε αγωνία και μετά πέθανε. Πράγματι, σκέφτηκαν η Τίγρη και το Ερπετό, ήταν θαρραλέος άνθρωπος.

Οι υπηρέτες του Ντάιμγιο άρχισαν να ανάβουν τις λάμπες λαδιού στον περίβολο, καθώς χάνονταν οι τελευταίες λάμψεις του δύοντα ήλιου πίσω από τον ορίζοντα. Ο ίδιος ο Ντάιμγιο οδήγησε τους διπλωματικούς εκπροσώπους του Χαν και τις συνοδούς τους έξω από το παλάτι, μετά το δείπνο. Απόψε, αν η κάρμα του ήταν καλή, θα εξασφάλιζε τη μελλοντική του θέση σαν του ισχυρότερου άντρα της Ιαπωνίας. Για να γιορτάσει την περίσταση, έδωσε επίσημο γεύμα δίπλα στο στροβιλιζόμενο νερό. Η έκπληξη του γεύματος ήταν όταν όλοι οι προσκεκλημένοι καθόντουσαν στην άκρη του ρυακιού που διέσχιζε τον περίβολο του παλατιού. Στην επιφάνεια του νερού του ρυακιού επέπλεαν κρασοπότηρα γεμάτα ζεσταμένο σάκε. Ο κάθε προσκεκλημένος θα σήκωνε από το νερό ένα ποτήρι, θα έπινε λίγο, θα απάγγελλε ένα ποίημα και θα το άφηνε πάλι πάνω στο νερό, για να το μαζέψει ο επόμενος καλεσμένος. Δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου θόρυβος καθώς το αγκίστρι, που είχε δόντια περασμένα με πανί για να μην ακουστεί τίποτε, έπιασε στον πέτρινο τοίχο που περιέκλειε το θερινό παλάτι του Ντάιμγιο. Το αγκίστρι έπιασε στην εσωτερική όψη του τοίχου και η Τίγρη ντυμένη στη μαύρη της στολή αναρριχήθηκε χρησιμοποιώντας σχοινί με κόμπους, περασμένο απ' το αγκίστρι. Έριξε μια βιαστική ματιά στον περίβολο, παρατήρησε τις θέσεις των σκοπών σαμουράι και έπεσε αθόρυβα στο έδαφος. Ήξερε, ότι το Ερπετό και το Κοράκι θα έκαναν τούτη τη στιγμή το ίδιο στα άλλα προκαθορισμένα σημεία του περίβολου.

Τα κρασοπότηρα λικνίζονταν στην επιφάνεια του ρυακιού, καθώς ο Ντάιμγιο παρατηρούσε κάποιον απ' τους τρεις απεσταλμένους του Χαν, ενώ σήκωνε ένα από το νερό, κατέβαζε το σάκε στα σωθικά του και απάγγελλε ένα σύντομο ποίημα. Η ντάμα του μετέφραζε τα λεγόμενα, ενώ ο Ντάιμγιο χαμογελούσε και ξέσπαγε σε χειροκροτήματα με τους υπόλοιπους προσκεκλημένους.

Αν δεν ήταν απασχολημένος με αυτό, μάλλον θα είχε τώρα δει την παραπάνω πέτρα που είχε προστεθεί στο συνονθύλευμα των λίθων πλάι στο ρυάκι. Η πέτρα αυτή δεν ήταν εκεί μόλις δευτερόλεπτα πριν. Στην ουσία, ήταν το Κοράκι που παρακολουθούσε τον Ντάιμγιο και τους επισκέπτες του σε κάθε βήμα. Ενώ το Κοράκι δεν έχανε από τα μάτια του τα θύματά του, έβαλε ένα μακρύ, λεπτό καλάμι μπαμπού με δηλητήριο στον ξύλινο, δύο μέτρων, σωλήνα που κρατούσε.

Το Ερπετό σύρθηκε μέχρι την κοντινότερη λίμνη και γλίστρησε μέσα στο νερό. Προσπάθησε να μην ταράξει πολύ τα νερά. Από λιμνούλα σε λιμνούλα, μέσ' από τα κανάλια που τις συνέδεαν, έφτασε στο σημείο στο οποίο οι υπηρέτες του Ντάιμγιο γέμιζαν τα κρασοπότηρα με σάκε και τα τοποθετούσαν στο νερό. Κράτησε την αναπνοή του και με μακροβούτι πέρασε τους υπηρέτες. Αφού τους προσπέρασε, περίμενε μέσα στο ποταμάκι, παρακολουθώντας τον Ντάιμγιο και τους καλεσμένους του. Περίμενε, όπως και το Κοράκι, για το εναρκτήριο σήμα.

Καλυμμένη από το σκοτάδι της νύχτας, κοντά στον τοίχο του αυλόγυρου, η Τίγρη κρύφτηκε κρατώντας την αναπνοή της καθώς περνούσε ο σαμουράι από δίπλα της. Όταν κείνος χάθηκε μέσα στη νύχτα, κινήθηκε γρήγορα κατά το παλάτι. Καθώς πλησίαζε όλο και πιο κοντά, μπορούσε να διακρίνει τους σκοπούς των εισόδων και των μικροσκοπικών γεφυριών, που συνέδεαν τα κτίρια του παλατιού μεταξύ τους.

Για να αποφύγει τους σκοπούς, βούτηξε στο ποταμάκι που περνούσε ανάμεσα από τα κτίσματα του παλατιού και αφέθηκε στο ρεύμα να τον παρασύρει μέχρι το κυρίως κτίριο. Κάτω από την τεράστια σε στυλ παγόδας κατασκευή πέρασε στις παλάμες του ένα ζευγάρι γάντια με γάντζους στις παλάμες, που έμοιαζαν με νύχια αιλουροειδούς. Ήταν δύο μικρά κομμάτια σκληρυμένου ξύλου με τέσσερις κοντές γυριστές και μυτερές απολήξεις, που εξείχαν από κάθε παλάμη. Κάθε ζευγάρι προσδενόταν στον καρπό της Τίγρης με δερμάτινα λουριά, ώστε να παραμένει στην παλάμη με τους οδόντες να εξέχουν προς τα έξω. Με τη βοήθεια αυτών αναρριχήθηκε στις ξύλινες κολόνες που στήριζαν το παλάτι, πέρασε τα δοκάρια που συγκρατούσαν το πάτωμα και από κάτω από το κτίσμα βρέθηκε στην πλαϊνή μεριά της κατασκευής. Χρησιμοποιώντας τη μύτη ενός από τους οδόντες, έκοψε ένα μακρύ, κάθετο κομμάτι από το διακοσμητικό χαρτονένιο παντζούρι του κοντινότερου παραθύρου στον τοίχο που είχε αναρριχηθεί. Μέσ' από το άνοιγμα που έφτιαξε, είδε ότι στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς και με μεγάλη προσοχή γλίστρησε μέσα.

Αναρριχήθηκε στα δοκάρια της ξύλινης οροφής μέχρι να καταλήξει στο υπνοδωμάτιο του Ντάιμγιο. Έχοντας φτάσει με επιτυχία στον προσχεδιασμένο στόχο του, κρύφτηκε στη γωνία της οροφής, κοντά στην είσοδο του δωματίου. Απ' εκεί και ύστερα περίμενε, ελέγχοντας πάντα την αναπνοή του για να μη γίνει αντιληπτός.

Το επίσημο γεύμα έφτανε στο τέλος του. Οι προσκεκλημένοι είχαν ήδη έρθει στο κέφι γελώντας και φλυαρώντας μεταξύ τους. Ο Ντάιμγιο σηκώθηκε από τη θέση του και απευθύνθηκε στους παρόντες. Τους ευχαρίστησε που είχαν παραστεί στο γλέντι, καθώς και για τα υπέροχα ποιήματα που είχαν απαγγείλει αυτό το βράδυ. Αναχωρώντας, τους είπε, ότι θα έστελνε τους υπηρέτες να τους συνοδεύσουν στα υπνοδωμάτιά τους.

Το σήμα δόθηκε στο Ερπετό τη στιγμή που ο Ντάιμγιο σηκώθηκε. Χωρίς να χάσει χρόνο, άνοιξε τη στρόφιγγα του πορσελάνινου ασκιού που είχε μαζί του και έριξε μικρή ποσότητα δηλητηρίου μέσα σε κάθε ποτήρι σάκε που επέπλεε στο νερό. Η δραστικότατη ουσία θα σκότωνε περισσότερα από 50 άτομα σε πολύ μικρό διάστημα. Καθώς τα κρασοπότηρα κυλούσαν προς τους προσκεκλημένους, ο Ντάιμγιο έμπαινε στο δωμάτιό του.

Καθώς έκλεισε την πόρτα πίσω του, ένοιωσε μια σταγόνα νερού στον ώμο του κιμονό του. Κοίταξε προς τα πάνω. Αυτή ήταν και η τελευταία ματιά στη ζωή του. Η Τίγρη του πέταξε ένα βρόγχο από μετάξι κι άρχισε να τον σφίγγει γερά.

Αμέσως, πήδηξε στο πάτωμα από την άλλη πλευρά του δοκαριού, ενώ κρατούσε τον μετάξινο βρόγχο. Η δύναμη με την οποία έπεσε η Τίγρη από το ταβάνι ήταν αρκετή για να ρίξει κάτω τον Ντάιμγιο. Ένας ήχος που έμοιαζε με εξάρθρωμα δακτύλων, ήταν το μόνο που ακούστηκε στο δωμάτιο. Ο Ντάιμγιο κρεμόταν τώρα πλέον από το δοκάρι της οροφής, με εξαρθρωμένο τον αυχένα και γερμένο το κεφάλι στο δεξί ώμο. Η Τίγρη τον κατέβασε αργά στο πάτωμα και δοκιμάζοντας τη λεπίδα του σπαθιού του δολοφονημένου, τον έκοψε στη μέση από πάνω μέχρι κάτω. Καθάρισε το σπαθί, έριξε ένα κομμάτι από το ένδυμα του στα πόδια του κατακρεουργημένου πτώματος και βγήκε απ' το παλάτι με τον ίδιο τρόπο που είχε μπει.

Ο πρώτος από τους απεσταλμένους του Χαν, που ήπιε το δηλητηριασμένο σάκε, άρχισε να ανασαίνει με δυσκολία και με πρόσωπο παραμορφωμένο από την αγωνία έπεσε νεκρός στο ρυάκι.

Αμέσως, οι δύο άλλοι διπλωματικοί σηκώθηκαν τρέμοντας. Το Κοράκι πήρε βαθιά εισπνοή και φύσηξε μέσα στον ξύλινο σωλήνα που κρατούσε από τη στιγμή της αποχώρησης του Ντάιμγιο. Πριν τραπεί σε φυγή, ο πιο κοντινός στο Κοράκι απεσταλμένος ένοιωσε ένα ξαφνικό βάρος στο λαιμό κι έπεσε νεκρός στο έδαφος, με το λάρυγγα τρυπημένο από το δηλητηριασμένο βέλος από μπαμπού. Το Κοράκι δεν έχασε χρόνο. Γρήγορα έβαλε άλλο βέλος στο φυσητήρι και φύσηξε προς το μέρος του τελευταίου εκπροσώπου του Χαν. Ο δεύτερος κατάφερε τρέχοντας να χαθεί μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Έχοντας το Ερπετό δει τι είχε συμβεί, σηκώθηκε από τον κρυψώνα του κι άρχισε να τρέχει πίσω από τον διπλωματικό. Κατάφερε να τον πιάσει από τον ώμο και με εναέριο πλάγιο λάκτισμα τον έριξε στο χώμα με θόρυβο.

Γρήγορα, όμως, εκείνος κατάφερε να συνέλθει από την πτώση και με δίκοπο λεπίδι που έκρυβε κάτω απ' τα ρούχα του επιτέθηκε εναντίον του Ερπετού, το οποίο κατάφερε να τον αφοπλίσει με λάκτισμα στον καρπό και τον ξάπλωσε αναίσθητο με ημικυκλικό λάκτισμα στον αυχένα. Δεν του έμενε εναλλακτική λύση, παρά να αδειάσει το περιεχόμενο του πορσελάνινου ασκιού στο στόμα του εκπροσώπου του Χαν.

Έχοντας παρακολουθήσει τη σκηνή, το Κοράκι έτρεξε προς τον τοίχο, έχοντας πάντα τις αισθήσεις του τεταμένες για αποφυγή κινδύνου. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει ένας πολεμιστής σαμουράι με κατεύθυνση το παράπηγμα. Το Κοράκι γρήγορα κρύφτηκε μέσα σ' αυτό.

Ξαφνικά, ακούστηκε φασαρία μέσ' απ' το παλάτι. Το Κοράκι ήξερε, ότι ή θα έπρεπε να εγκαταλείψει αμέσως τον περίβολο ή να κάνει σεπούκου, για να μην θέσει σε κίνδυνο τους συντρόφους του και να αποφύγει τη ντροπή τυχόν αποτυχίας στην αποστολή του.

Κοίταξε μέσ' από την πόρτα του παραπήγματος και είδε το σκοπό στραμμένο προς το μέρος του παλατιού. Ήταν σίγουρο, πως δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει το πόστο του. Καθώς το Κοράκι γύρισε να κοιτάξει η ματιά του έπεσε σε μια κάμα.

Την πήρε από τον τοίχο, βγήκε από την πόρτα προσεχτικά και χωρίς θόρυβο έτρεξε πίσω από τον σκοπό. Σιωπηλά πέρασε την καμπυλωτή λεπίδα γύρω απ' το κεφάλι του. Αθόρυβα και στιγμιαία πίεσε με όλη του τη δύναμη την κάμα. Η λεπίδα διαπέρασε το σαγόνι του πολεμιστή, έκοψε το ζυγωματικό και πέρασε από το λαιμό. Δεν ακούστηκε θόρυβος, παρά η επιθανάτια εκπνοή του. Μόλις έπεσε στο έδαφος, το Κοράκι όρμησε προς τον τοίχο κι άρχισε να σκαρφαλώνει.

Πίσω στο παλάτι, ο διοικητής της βραδινής βάρδιας στεκόταν μπροστά στη θέα του κατακρεουργημένου Ντάιμγιο. Όλοι οι άντρες του, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, εκείνο το βράδυ έγιναν ρονίν, εφόσον δεν είχαν πλέον αφέντη. Ο διοικητής έριξε μια ακόμη ματιά στο κομμάτι του υφάσματος που είχε βρει στα πόδια του Ντάιμγιο. Τις είχε διαβάσει αλλεπάλληλες φορές τούτες τις λέξεις αυτή τη φορά όμως μπορούσε να δώσει μια πιο λογική εξήγηση. Οι λέξεις ήταν: “Το πνεύμα εξουσιάζει τη σάρκα. Η σάρκα δεν μπορεί να ανεχθεί για πολύ ένα διχασμένο πνεύμα.”

 

O Δρόμος προς την Καμακούρα

Το Μπαφούκου εγκαταστάθηκε από τον πρώτο Σογκούν στην Καμακούρα. Ο τύπος κυβέρνησης στην Καμακούρα διατηρήθηκε ομοιόμορφος για πολλούς αιώνες. Ο θαλάσσιος χώρος ανάμεσα στα νησιά Κυούσου, Χονσού, Σικόκου ήταν η κύρια οδός διέλευσης των ιαπωνικών πλοίων. Τον 13ο αιώνα η Ιαπωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάπτυξη και το σχίσμα των θρησκευτικών δοξασιών. Τα δύο μεγαλύτερα δόγματα ήταν το Σιν ή δόγμα του “Πραγματικού Εξαγνισμού”, ιδρυμένο από τον Σίνραν, και ο Λοτός η “Νίκιρεν”, δόγμα προερχόμενο από τον Νίκιρεν. Ο 13οςαιώνας χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ανάπτυξη και αλλαγή νοοτροπίας των νήσων της Ιαπωνίας.

Συνηθίζεται, όμως, να συμβαδίζουν η ανάπτυξη και η αλλαγή με τη βία.

Σύννεφα από βέλη επισκίαζαν τον ήλιο πέρ' από την ακτή της Ντανούρα. Η επιφάνεια της θάλασσας είχε καλυφτεί από νεκρούς και μισοπεθαμένους και από τις δύο πλευρές. Ο στόλος των Νιναμότο προωθείτο αδυσώπητα εναντίον του στόλου των Χέικε.

Ή η κάρμα των Νιναμότο ήταν εξαιρετική ή των Χέικε πολύ άσχημη. Ό,τι τέλος πάντων κι αν συνέβαινε από τα δύο, η ώρα αλλαγής της παλίρροιας ήταν στην ευθεία του Σιμονοσέκι. Δυστυχώς για τους Χέικε, η παλίρροια έσπρωχνε όλο και πιο κοντά το στόλο τους προς την περιοχή των Νιναμότο. Όσο πλησίαζαν τα πλοία, τόσο φούντωνε η μάχη. Αρκετοί πολεμιστές έπεφταν στη θάλασσα με το σώμα κατατρυπημένο από τα βέλη.

Όταν πλέον τα εχθρικά πλοία πλησίασαν από πίσω πολύ τις κουπαστές των πλοίων των Νιναμότο, οι πολεμιστές άρχισαν να ρίχνουν αγκίστρια στα πλοία των Χέικε. Συχνά εκείνος που πέταγε το αγκίστρι “αμειβόταν” με βέλος σε κάποιο από τα ζωτικά του σημεία. Τη στιγμή που τα αγκίστρια καρφώνονταν στις ξύλινες υπερκατασκευές των πλοίων των Χέικε, κάποιος σαμουράι Χέικε, καλυμμένος με πανοπλία από μπαμπού, έκοβε το σχοινί που συγκρατούσε το αγκίστρι. Η πανοπλία από μπαμπού άντεχε για λίγο στα τόξα των Νιναμότο, αλλά σύντομα, ο πολεμιστή “μετέβαινε στον άλλο κόσμο”.

Τα αγκίστρια, όμως, που συνδέονταν με αλυσίδα με το σχοινί, δεν μπορούσαν να κοπούν με σπαθί. Με αυτό τον τρόπο τα πλοία έλκονταν ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους.

Οι Νιναμότο πολέμησαν με μεγάλη λύσσα, ενώ οι Χέικε με απεγνωσμένη απελπισία. Καθώς κύματα πολεμιστών σαμουράι πηδούσαν από το ένα κατάστρωμα στο άλλo, η τύχη της χώρας των Θεών βασίστηκε στο νόμο της ισορροπίας. Η μάχη σώμα με σώμα κατάντησε αποτρόπαιο θέαμα αίματος και ξεκοιλιασμένων κορμιών. Ξεκληρίστηκαν ολόκληρα πληρώματα. Αποκεφαλισμένα πτώματα έχυναν αίμα από τις εκτεθειμένες αρτηρίες και φλέβες στα καταστρώματα. Πολλοί σαμουράι ξεκοιλιάστηκαν από τα φονικά εχθρικά σπαθιά. Τα καταστρώματα γέμισαν από έντερα και ανθρώπινα μέλη. Η σφαγή συνεχίστηκε και την υπόλοιπη μέρα. Καθώς πλησίαζε το δειλινό, οι Νιναμότο είχαν κερδίσει άλλη μια μάχη. Ο στόλος των Χέικε είχε νικηθεί.

Η γαλέρα ανασηκώθηκε από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, καθώς αφέθηκε ευγενικά στην νυχτερινή φουσκονεριά. Τώρα έπλεε στα ίδια νερά που είχε γίνει η ναυμαχία ανάμεσα στους Νιναμότο και τους Χέικε.

Η νυχτερινή αύρα φούσκωνε τα πανιά. Οι μόνοι θόρυβοι που ακουγόντουσαν ήταν το τρίξιμο του καταρτιού καθώς πιεζόταν κάτω από τις δυνάμεις της φύσης, το πλατσούρισμα του νερού στα ίσαλα του πλοίου και οι ψίθυροι κάποιου ξερακιανού γέρου ναυτικού.

“Φυσικά θα κερδίζαμε ώρα, εάν πηγαίναμε από το Κυουσού στο Χονσού ακολουθώντας τις ευθείες του Σιμονοσέκι», εξήγησε ο ναυτικός. “Αυτό θα γίνει βέβαια με την προϋπόθεση, ότι το πλοίο δεν θα καταστραφεί από τα φαντάσματα των πολεμιστών Χέικε”.

“Δεν ξέρεις”, συνέχισε, μιλώντας στον Γιόσι Μιρουμπίσι, “ότι οι πολεμιστές Χέικε ξεπηδούν από τα βάθη της θάλασσας για να γυρέψουν εκδίκηση απ' όλους όσους τολμούν να τους ενοχλούν για τη ντροπή τους;”  “Βλέπεις”, είπε, “λίγο πριν τον πρώτο Σογκούν της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου, έγινε μια τρομερή ναυμαχία στις ευθείες του Σιμονοσέκι.”

Οι Νιναμότο, κάτω από την ηγεσία του Γιοριμότο Νιναμότο, ο οποίος αργότερα έγινε ο πρώτος Σογκούν της Ιαπωνίας, επέτυχαν λαμπρές νίκες κατά των ισχυρών Χέικε. Οι Χέικε, σε στιγμή απελπισίας, επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και τράπηκαν σε φυγή, παίρνοντας μαζί τους τον Αυτοκράτορα και την οικογένειά του. Αν και οι Χέικε θεωρούνταν πάντα οι κύριοι της θάλασσας της Ιαπωνίας, οι Νιναμότο τους κυνήγησαν. Σε μια δολοφονική, άγρια μάχη οι Νιναμότο σχεδόν ξεκλήρισαν το στόλο των Χέικε. Η σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη, ώστε η Αυτοκρατορική Οικογένεια προτίμησε να πνιγεί παρά να αντιμετωπίσει τους κατακτητές Νιναμότο.

“Εσύ λοιπόν τώρα”, εξήγησε ο ναυτικός στον Γιόσι, “βλέπεις καμιά λογική στο να διασχίσουμε τη θαλάσσια περιοχή του νησιού μέχρι τις αποβάθρες του Κόμπε, παρά να ριψοκινδυνεύσουμε από τις ευθείες του Σιμονοσέκι;”

Ο Γιόσι ένευσε ευγενικά προς τον ναυτικό και τον διαβεβαίωσε, ότι ήταν πράγματι σοφός άνθρωπος και ότι θα εξελισσόταν σε αξιοσέβαστο γνώστη της θάλασσας. Ήξερε, ότι ο Σογκούν περίμενε με αγωνία στην Καμακούρα, την αναφορά για την αποστολή στην Κορέα. Το σύντομο διάλειμμα του Γιόσι στο νησί Ίκι με το Ερπετό και το Κοράκι του είχε πάρει λίγες μόνο μέρες. Με την περάτωση της αποστολής τους, στο βαθύ σκοτάδι της νυχτιάς, ο καθένας πήρε διαφορετική οδό για να φτάσουν κατόπιν όλοι μαζί στο χωριό τους. Ο Γιόσι είχε καταφέρει να μπει σε εμπορικό πλοίο και τώρα πλέον κατευθυνόταν στην Καμακούρα.

Τα ταξίδια ανάμεσα στα νησιά της Ιαπωνίας αντιμετωπίζονται με κάποια ταραχή από τη μεριά του ιδιοκτήτη του πλοίου, γιατί απαγορεύεται η επιβίβαση άλλου ατόμου πέραν των μελών του πληρώματος. Υπάρχουν εκατοντάδες νησιά, τα οποία, ως επί το πλείστον, χρησιμεύουν σαν άντρα πειρατών που έχουν διασυνδέσεις με κακόφημους χωρικούς, λιποτάκτες σαμουράι και ρόνιν. Καθώς η γαλέρα όπου είχε επιβιβαστεί ο Γιόσι Μιρουμπίσι έπλεε ανάμεσα στα στενά κανάλια και τους όρμους, ο καπετάνιος αναζητούσε ένα ασφαλές λιμάνι για να πέσει δίπλα, μια κι η νύχτα δεν αργούσε. Κανείς ναυτικός σε τέτοιο καράβι δεν ήξερε τι θα μπορούσε να του συμβεί στη διάρκεια της νύχτας σε τούτα τα νερά.

Ο καπετάνιος του πλοίου ζήτησε τη συμβουλή του διοικητή των οπλισμένων σαμουράι, εκείνος τον πληροφόρησε, ότι το καλύτερο λιμάνι, για ν' αγκυροβολήσει το πλοίο για τη νύχτα, θα έπρεπε να έχει κρεμαστά νερά. Καθώς η πρύμνη του πλοίου έσχιζε τη γαλάζια θάλασσα, ο βυθοσκόπος, εγκατεστημένος στην πλώρη του πλοίου, φώναξε στον καπετάνιο. Είχε εντοπίσει ένα νησί πέρ' από την πλαϊνή πλευρά του πλοίου.

Ο καπετάνιος διέταξε πρόσω ολοταχώς για το νησάκι. Το νησί φαινόταν κατάφυτο. Το πλοίο ακολούθησε ένα μικρό κανάλι, το οποίο οδηγούσε στο κέντρο του. Μάλλον αυτό το κανάλι, ήταν η μόνη είσοδος στο κρυμμένο λιμάνι του νησιού. Δεν υπήρχαν παραλίες οι εσωτερικές πλευρές κοβόντουσαν κάθετα από τις απόκρημνες ακτές τους μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας.

“Η κάρμα σου είναι πραγματικά καλοπροαίρετη”, είπε ο διοικητής, των πολεμιστών σαμουράι προς τον καπετάνιο. “Μπορούμε να παραμείνουμε εδώ, σε τούτη την κρυφή ακτή, μέχρι το χάραμα και να συνεχίσουμε ανενόχλητοι το ταξίδι μας”.

Καθώς η άγκυρα βούτηξε στα γαλήνια νερά και καρφώθηκε στον αμμώδη πυθμένα, δόθηκε διαταγή στους σαμουράι να λάβουν θέσεις στην πλώρη, την πρύμνη και το μέσο του καταστρώματος.

Ο ήλιος είχε πλέον δύσει και το φεγγάρι λαμπίριζε στον ξάστερο ουρανό. Ο Γιόσι Μιρουμπίσι στηρίχτηκε στο κατάρτι ανάμεσα στα ξύλινα δικτυωτά κιβώτια με εμπορεύματα που ήταν δεμένα στο κατάστρωμα. Από την ακτή ερχόταν μια απαλή, δροσερή αύρα και γαλήνευε τον Γιόσι μέσα στον ελαφρύ ύπνο που τον είχε συνεπάρει. Κάτι του έλεγε μέσα του, ότι θα διασκέδαζε αυτή τη μικρή ανάπαυλα. Σίγουρα, δεν θα διαρκούσε πολύ.

Με τη βραδινή παλίρροια, το ύψος της θάλασσας μειώθηκε σημαντικά. Το αποτέλεσμα στο λιμάνι του μικρού νησιού, όπου είχε αγκυροβολήσει το εμπορικό πλοίο, ήταν ευδιάκριτο. Λόγω της μείωσης του ύψους του νερού στο εσωτερικό λιμάνι φαινόταν όλο και πιο πολύ το άνοιγμα μίας θαλάσσιας σπηλιάς. Με την άμπωτη αποκαλύφτηκε το άνοιγμα σε όλο του το εύρος. Δυστυχώς, το ερεβώδες σκοτάδι, δεν επέτρεπε την εξερεύνηση αυτής της αποκάλυψης.

Η σπηλιά εκτεινόταν από το λιμάνι μέχρι τη χώρα του νησιού. Αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίο δεν πρόσεξαν τις τρεις μικρές κωπηλατικές λέμβους και τα πληρώματά τους να διαπερνούν το λιμάνι του νησιού μέσ' από τη δεύτερη είσοδο.

 

Ο Γιόσι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και ο νους του προσπαθούσε αγωνιωδώς να ερμηνεύσει τι είχε δει την προηγούμενη στιγμή. Έμοιαζε με γλοιώδες, παχύσαρκο, αναδυόμενο ον του βυθού με εκθαμβωτικά λαμπιρίζουσες μασέλες με άνοιγμα κάπου ένα μέτρο. Ό,τι κι αν ήταν, ο Γιόσι ήξερε ότι δεν θα του ερχόταν σε καλό και εντελώς από ένστικτο πέταξε ένα σούρικεν κατά τη μεριά του όντος. Το σούρικεν το πέτυχε ανάμεσα στα μάτια και καθώς έπεφτε νεκρό, ήξερε καλά ο Γιόσι ότι ήταν πειρατής. Το ξίφος του νεκρού έπεσε από τα δόντια του, καθώς ξέφυγε από τα χείλη του η επιθανάτια κραυγή. Τη στιγμή που πειρατής και ξίφος βυθίζονταν στα νερά, κεραμικές σφαίρες πέρασαν πάνω από την κουπαστή του πλοίου. Οι σφαίρες έσκασαν στο κατάστρωμα, σκορπίζοντας το πυκνόρρευστο περιεχόμενό τους. Το πυκνό σκοτάδι έσκισαν φλεγόμενα βέλη που περικύκλωσαν το σκάφος. Όταν το βέλος ερχόταν σε επαφή με το πυκνόρρευστο υλικό που είχε χυθεί από τις σπασμένες σφαίρες, το ρευστό αναφλεγόταν. Λάδι από λίπος φάλαινας, σκέφτηκε ο Γιόσι.

Καθώς το πλήρωμα έκανε απελπισμένες προσπάθειες να αναχαιτίσει τα φλεγόμενα βέλη και να κατασβέσει τη φωτιά, οι ένοπλοι σαμουράι στεκόντουσαν περιμένοντας να εκτοπίσουν τους πειρατές. Η αναμονή ήταν πολύ μικρή.

Στις πλευρές του πλοίου φάνηκαν καμιά δωδεκαριά παχύσαρκοι, αγριομάτιδες κρατώντας σπαθιά. Ξέσπασε μάχη, σύντομη αλλά άγρια. Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου πάνω από τις κορυφές του μικρού νησιού, το λιμάνι ήταν τόσο ειδυλλιακό, όσο τότε που μπήκε το πλοίο. Ανάμεσα στους επιβάτες του δεν υπήρχαν νεκροί. Οι σαμουράι του πλοίου, όμως, παρατήρησαν ότι αρκετοί από τους νεκρούς πειρατές που επιπλέανε στη θάλασσα είχαν ανεξήγητα βυθισμένα στις σάρκες τους σούρικεν. Στα μάτια κάθε σαμουράι που επέβαινε στο πλοίο, οι μυθικές εξιστορήσεις για τους νίντζα κείνη τη μέρα έγιναν πραγματικότητα.

 

Οι αποβάθρες του Κάμπε είναι το κεντρικό σημείο της ναυτιλίας σ' όλη τη μεσόγειο θάλασσα. Η ατμόσφαιρα της περιοχής σχετίζεται τόσο με το πολιτικό κλίμα, όσο και με την οικονομία του εμπορίου της Ιαπωνίας. Εάν κάποιος από τους φεουδάρχες θέλει να ενημερωθεί πάνω σε γεγονότα που συνδέονται με τα νησιά της Ιαπωνίας, μπορεί να μάθει πολλά μέσα στα τεϊοπωλεία ή τα θέατρα η ακόμη τις αποβάθρες του Κόμπε. Όπως άλλωστε ξέρουμε, οι φήμες δίνουν μια ιδέα για το τι θα ακολουθήσει.

Γι' αυτό και μόνο το λόγο, λίγο μετά την αποβίβασή του από το πλοίο, ο Γιόσι θα βρισκόταν στην άσχημη θέση να πολεμάει για την ίδια του τη ζωή. Καθώς περνούσε ανάμεσα από ομάδες ανθρώπων στους δρόμους του διαμερίσματος του Κόμπε, τον αναγνώρισε κάποιος από τους πράκτορες ενός φεουδάρχη που πρόσκειτο εχθρικά στον Σογκούν. Οι πράκτορες ήξεραν, ότι ο Γιόσι ήταν ένας από τους πολυτιμότερους κατασκόπους του Σογκούν. Εφόσον ήταν γνωστό ότι είχε εξαφανιστεί από τον κόσμο για αρκετές εβδομάδες θα πρέπει να είχε επιστρέψει από μια σημαντική αποστολή για τον Σογκούν. Σκέφτηκαν τη μεγάλη τύχη τους, αν κατάφερναν να παραδώσουν αυτό το “πολύτιμο θήραμα” στον αφέντη τους. Σίγουρα, μια τέτοια πράξη, θα βελτίωνε τη ζωή τους ουσιαστικά απέναντι στα μάτια του δικού τους Ντάιμγιο.

Οι πράκτορες παρακολουθούσαν τον Γιόσι όλη μέρα ανάμεσα στις εμπορικές συνοικίες του Κόμπε. Ήταν εξαιρετικά προσεχτικοί, για να μην καταλάβει τίποτε. Καθώς σκοτείνιαζε έξω, οι τέσσερις πράκτορες αποφάσισαν πως ήταν καιρός πια να περικυκλώσουν και να συλλάβουν το θύμα τους.

Ήξεραν, ότι ο Γιόσι δεν φαινόταν να φέρει ξίφος σαμουράι ή άλλα όπλα γι' αυτό το ζήτημα. Άραγε θα ήταν η κάρμα τους τέτοια, που θα τους επέτρεπε να τον συλλάβουν με τόσο μικρές προσπάθειες;

Ο Γιόσι κατέβηκε τα κεραμόστρωτα σκαλιά που οδηγούσαν σε ένα στενό, ελικοειδές αδιέξοδο. Όταν έφτασε στο τέρμα, γύρισε και κοίταξε πίσω κατά τη διεύθυνση που είχε πάρει. Ήξερε, ότι τον παρακολουθούσαν. Καθώς διαγράφηκαν οι τρεις φιγούρες μέσα στο σκοτάδι, ο Γιόσι είχε ήδη αρχίσει να ελέγχει την αναπνοή του. Είχε βγάλει από το μυαλό του κάθε περιττή σκέψη κι είχε μετατραπεί σε μάζα συγκεντρωμένης ενέργειας, έτοιμος να αντιδράσει στο παραμικρό απειλητικό ερέθισμα.

Οι τρεις φιγούρες με σπαθιά γυμνά δεν μπορούσαν να διακρίνουν την ελάχιστη κίνηση. Ένας από τους πράκτορες μίλησε στον Γιόσι, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Οι τρεις ένοπλοι τον είχαν πλέον περικυκλώσει. Ο άντρας στα δεξιά του έκανε απειλητικές κινήσεις με το σπαθί του.

Εκείνος αποκρίθηκε αμέσως με ημικυκλικό λάκτισμα στα πλάγια της λεπίδας του ξίφους του. Καθώς η λεπίδα τινάχτηκε και καρφώθηκε στο χώμα, συνέχισε με περιστροφικό οπίσθιο λάκτισμα στο λαιμό του. Η δύναμη της κλωτσιάς τίναξε τον άνθρωπο στον απέναντι τοίχο και τον έριξε λιπόθυμο στο έδαφος.

Ο Γιόσι μελέτησε τη στάση του για μια ακόμη φορά. Τώρα πλέον είχε να αντιμετωπίσει δύο αντιπάλους. Οι δυο άντρες κοίταξαν ο ένας τον άλλο προς στιγμή και άνοιξαν επίθεση εναντίον του κουνώντας απειλητικά τα σπαθιά τους. Τη στιγμή που θα τον χτυπούσαν οι λεπίδες “βούτηξε” στο έδαφος ανάμεσα στους δύο ένοπλους.

Πριν προλάβουν να ανοίξουν νέα επίθεση εναντίον του, ο Γιόσι γρήγορα και με ακρίβεια κατεύθυνε τα χέρια του προς το μέρος τους. Έπεσαν στο πλακόστρωτο κρατώντας σφιχτά τους λαιμούς τους. Τους είχε εκσφενδονίσει δηλητηριασμένα βέλη.

Πριν εγκαταλείψει τον τόπο της συμπλοκής, είδε τον άντρα που είχε αφήσει αναίσθητο. Ακόμη ανάπνεε. Ένα κόψιμο της καρωτίδας με σούρικεν έθεσε τέλος και σ' αυτή την υπόθεση.

Τη στιγμή που έφευγε από το αδιέξοδο, ένας ηλικιωμένος που είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή κοίταζε προς τη μεριά των τριών πτωμάτων έκπληκτος. Είχε απλώς παρακολουθήσει την εκδίκηση ενός κάμι σε επίθεση ή στην ουσία είχε μελετήσει ένα μαχητή της μυστικιστικής τέχνης του νιντζούτσου;

“Μα, είμαι ηλίθιος”, μουρμούρισε ο γέρος άνθρωπος. “Δεν έχω δει τίποτα. Όλα είναι απλώς φαντασιώσεις του μυαλού μου.”  Έφυγε ξέροντας, ότι ως το πρωί θα τα είχε ξεχάσει όλα.

 

Ο δρόμος προς την Καμακούρα διασχίζει αμέτρητα βουνά σε διάφορα ύψη και βαθιές πεδιάδες. Σε κάτι τέτοια ταξίδια η συζήτηση συχνά περιστρεφόταν γύρω από ιστορίες, όπως των παλαιών σαρκοφάγων ερημιτών, των οξυδερκών αγίων και των ειδημόνων στα άλλα, οι οποίοι αναζητούσαν την πλήρη ηρεμία των μοναχικών βουνών, προκειμένου να πετύχουν την τελειότητα και την απόλυτη χαλιναγώγηση της δικής του μοίρας.

Αν κι αυτοί οι μονάρχες ημιμυθικής προέλευσης ήταν μάλλον απρόσιτοι, ένα συχνότερο περιστατικό ήταν η θέα της στερέωσης ενός βουνού πάνω σε πέτρινη πυραμιδοειδή κατασκευή. Οι αρχιτεκτονικοί αυτοί μονόλιθοι πιστεύεται, ότι είχαν στηθεί από μάγους οι οποίοι σαν σκοπό τους είχαν να πετύχουν απόλυτη απομόνωση προκειμένου να μελετήσουν αρχαίες περγαμηνές και να επικαλεσθούν χαμένες στο χρόνο μαγγανείες.

Στην πραγματικότητα, αυτά τα ησυχαστήρια συνήθως αποτελούσαν την έδρα ενός ιδιαίτερου δόγματος Βουδιστών ιερέων. Η κατήχηση των μαθητών κατά ένα μεγάλο μέρος γινόταν στο απομονωμένο μοναστήρι του δόγματος. Μέρος της κατήχησης περιλάμβανε περιοδείες σε πόλεις και χωριά για τη διδασκαλία της πίστης.

Παρ' ότι όλα τα Βουδιστικά δόγματα πρόσκειντο στις αρχές του Βούδα Αμίδα, οι δογματικές φιλοσοφίες συχνά διέφεραν σημαντικά.

Δυστυχώς, ήταν η κάρμα του Γιόσι Μιρουμπίσι να διαπιστώσει τη διαφορά των φιλοσοφικών αντιλήψεων. Μετά την αναχώρησή του από την αποβάθρα του Κόμπε, ο Γιόσι κατάφερε να προσληφθεί έναντι αμοιβής από έναν έμπορο κεραμικών ειδών. Ο έμπορος θα μετακόμιζε από την περιοχή της αποβάθρας με το στοκ του στην περιοχή του Καμακούρα. Συνοδευόταν από έφιππους και πεζικάριους σαμουράι, οι οποίοι είχαν αναλάβει να προστατεύσουν τα εμπορεύματά του, προκειμένου να μπορέσει να κάνει διαπραγματεύσεις για δίκαιη σύμφωνα με το νόμο ανταλλαγής ειδών.

Η πομπή ταξίδεψε χωρίς να συναντήσει εμπόδια και απείχε ήδη μιας ημέρας πορεία από την Καμακούρα, όταν συνάντησε μια ομάδα βουδιστών ιερέων και μαθητών του δόγματος του Αληθινού Εξαγνισμού.

Θεωρείτο καλότυχο να διασχίσεις το ίδιο μονοπάτι που έπαιρναν οι άνθρωποι του Θεού κι ακόμη περισσότερο να βαδίσεις μαζί τους. Ο έμπορος ερμήνευσε την άφιξη των ιερέων σαν καλό οιωνό και τους ρώτησε αν θα είχαν την τιμή να οδηγήσουν οι ίδιοι την πομπή μέχρι την πόλη.

Οι ιερείς ανταποκρίθηκαν στις επιθυμίες του κι έλαβαν θέσεις.

Η πορεία συνεχίστηκε χωρίς προβλήματα μέχρι τα όρια της Καμακούρα. Εκεί σταμάτησε, καθώς οι ιερείς του δόγματος του Αληθινού Εξαγνισμού ήρθαν σε αντιπαράσταση με οπαδούς του δόγματος του Λοτού. Οι δεύτεροι κατηγόρησαν τους πρώτους για βλασφημία στο όνομα του Βούδα Ακίδα και τους απείλησαν ότι θα έπαιρναν τα μέτρα τους, σε περίπτωση που οι ιερείς εισέρχονταν στην πόλη.

Μετά από σύντομη ανταλλαγή φράσεων, ο αρχηγός της ομάδας του Αληθινού Εξαγνισμού προετοιμάστηκε να υποστηρίξει τη θέση του ενάντια στην αντίπαλη ομάδα. Με την πρώτη του κίνηση, ο εκπρόσωπος της άλλης ομάδας τράβηξε στιλέτο και το βύθισε στο στήθος του αρχιερέα.

Στο παρελθόν είχαν συμβεί πολλές παρόμοιες συγκρούσεις και οι ιερείς του δόγματος του Αληθινού Εξαγνισμού τους είχαν μάθει καλά πλέον. Προτού πέσει νεκρός ο ιερέας, αρκετοί από τους συμπορευόμενούς του τράβηξαν μαχαίρια και σπαθιά. Η πομπή διαλύθηκε και το τοπίο μετατράπηκε σε πεδίο μάχης.

Ένας από τους οπαδούς του δόγματος του Λοτού έπεσε νεκρός με ένα βραχύ ξίφος καρφωμένο στο μέτωπο. Άλλος άρχισε να ουρλιάζει, καθώς το μαχαίρι πέρασε μέσ' από το μάγουλο, τρύπησε, το ζυγωματικό και βυθίστηκε στο βολβό του ματιού.

Ένα γηραιότερο μέλος του δόγματος του Αληθινού Εξαγνισμού έκανε ανάποδη τούμπα και προσγειώθηκε με τα πόδια στο στήθος οπαδού του αντίπαλου δόγματος, με αποτέλεσμα να του σπάσει το θώρακα.

Ο ίδιος απομακρύνθηκε από τον συντριμμένο άνθρωπο και με εναέριο πρόσθιο λάκτισμα έριξε άλλον ένα χώνοντας το ινιακό οστό του στον εγκέφαλο. Πριν καλά-καλά γυρίσει ζητώντας νέα εκδίκηση, τον αντάμειψαν με ένα βέλος. Ο παπάς έπεσε στο χώμα αποζητώντας τη γλυκιά λύτρωση.

Η σφαγή συνεχίστηκε αμείλικτα μέχρι να πέσουν όλοι οι οπαδοί του δόγματος του Λοτού πλην δύο. Οι δύο τελευταίοι υποκλίθηκαν στην πομπή και είπαν: “Παρακαλούμε να συνεχίσετε ειρηνικά το ταξίδι σας. Το δόγμα του Λοτού σας υποδέχεται στην Καμακούρα”.

Καθώς η πομπή συνέχισε ανάμεσα από τα ματωμένα και κατακρεουργημένα πτώματα, ο Γιόσι σκέφτηκε πόσο σοφό ήταν από μέρους του να μην αναμειχθεί σε θρησκευτικά θέματα. Χωρίς αμφιβολία, ζητήματα όπως αυτό θα έπρεπε να αφεθούν αποκλειστικά στα χέρια των ιερέων.

 

Το Μπακούφου στην Καμακούρα με την πρώτη ματιά έμοιαζε με γιγαντιαίο στρατόπεδο. Εν τούτοις, έδινε πολύ ωραία εντύπωση. Ο Γιόσι, ντυμένος με επίσημο κιμονό και φέροντας τελετουργικά σπαθιά, πλησίασε προς το βάθρο του Σογκούν, ο οποίος τον προσκάλεσε να καθίσει δίπλα του. Όταν ο Γιόσι τελείωσε την αναφορά του, ο Σογκούν του επέτρεψε να αποχωρήσει με την προϋπόθεση ότι θα επέστρεφε για το δείπνο. Έπειτα συλλογίστηκε όλα τα γεγονότα και τα σημάδια που είχαν συμβεί τους τελευταίους μήνες. Μαζική παραγωγή πλοίων στην Κορέα, Διπλωματικοί εκπρόσωποι του βάρβαρου Μογγόλου Κουμπλάι Χαν, που ζητούσαν υποταγή. Παρανοϊκοί ιερείς που έτρεχαν στους δρόμους της Καμακούρα διαδίδοντας, ότι η Ιαπωνία θα δεχόταν εισβολή από ξένο κράτος σε περίπτωση που δεν ασπαζόταν ολόκληρη η χώρα το δικό τους δόγμα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Σογκούν ήταν σαφές. Αλλά, πότε θα γινόταν η εισβολή; Και, πού;

 

Οι ψαράδες πέρ' από το νησί Τσουσίμα έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα, όταν εμφανίστηκε το πρώτο πλοίο στον ορίζοντα. Κρίμα που δεν είχαν πιάσει ακόμη τίποτα, σκέφτηκαν. Γιατί, αν είχαν ξεψαρίσει, θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν με τους ανθρώπους του έτοιμα είδη. Καθώς κυλούσε ημέρα, οι ψαράδες είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τον αριθμό των πλοίων που τους προσέγγιζαν. Μόλις η αρμάδα πέρασε, δεν ανησυχούσαν πλέον. Ήταν νεκροί! Νεκροί από τα βέλη των Μογγόλων τοξοτών των ισχυρών δυνάμεων εισβολής του Χαν.

 

Η συντριπτική δύναμη

1274. Ο Κουμπλάι Χαν έχει εξαπολύσει τις ορδές του από Μογγόλους με τα ναυπηγημένα στην Κορέα πλοία, εναντίον του βασιλείου του υβριστικού “βασιλιά της Ιαπωνίας”. Οι “ορχόν” (στρατάρχες) του Χαν σίγουρα θα οδηγήσουν στη νίκη την έφιππη μοίρα (τούμαν) σε βάρος της Ιαπωνίας. Η επέλαση του έφιππου σώματος των Μογγόλων δεν είχε ποτέ στο παρελθόν αποτύχει να διασπάσει την πλευρική άμυνα του εχθρού και κυριολεκτικά να τους συντρίψει. Οι ορχόν ήταν σίγουροι, ότι δεν θα αντιμετώπιζαν προβλήματα στη συντριβή του μικρού κράτους, την οποία θα ακολουθούσε η υποταγή της Ιαπωνίας στις προσταγές του Κουμπλάι Χαν.

 

Ο Στρατός του Χαν

Η καρίνα της πρώτης γαλέρας άγγιξε το βοτσαλένιο πυθμένα της ακτής λίγο έξω από το νησί Τσουσίμα. Το πλοίο έπεσε δίπλα κι άρχισε να αδειάζει άντρες, άλογα και προμήθειες. Οι Μογγόλοι πολεμιστές έσπρωχναν τα άλογά τους προς τη μεριά της θάλασσας. Εάν η καλαμένια βίτσα δεν ανάγκαζε το ζώο να πέσει στη θάλασσα, ένα ξαφνικό τρύπημα στα καπούλια του ήταν πολύ αποτελεσματικό. Μόλις τα άλογα έπεφταν στο νερό οι Μογγόλοι και οι Κορεάτες ιππείς δεν αργούσαν να τα χαλιναγωγήσουν.

Ύστερα, τα οδηγούσαν στο πάνω μέρος της παραλίας, όπου τα συγκέντρωναν σε κοπάδια. Μόλις συμπληρώθηκε ο αριθμός των ίππων που είχαν μεταφερθεί με τη γαλέρα, οι αποσκευές της δύναμης εισβολής του Κουμπλάι Χαν μεταφέρθηκαν στην ακτή. Κιβώτια με χιλιάδες βέλη και σπαθιά τοποθετήθηκαν σε κωπηλατική λέμβο η οποία τα έβγαλε στην παραλία ή ρίχτηκαν στο νερό. Άλλα κιβώτια, καλυμμένα με ειδικό ύφασμα, απαγορεύτηκε με την απειλή της θανάτωσης να έρθουν σε επαφή με το θαλασσινό νερό. Περιείχαν ό,τι πιο καταστροφικό είχε φορτωθεί στο πλοίο. Τη σκόνη που έφερνε τον κεραυνό.

Σκηνές παρόμοιες με αυτή εκτυλίσσονταν τούτη τη στιγμή και σ' άλλες ακτές της χώρας. Ο ήλιος βρισκόταν στη δύση του και οι γαλέρες είχαν απομακρυνθεί μερικές λεύγες από την ακτή. Κατά μήκος της ακτής, όσο έφτανε το μάτι, ήταν στημένες, χαμηλές και ψηλές σκηνές κατασκευασμένες από το καλύτερης ποιότητας κινεζικό μετάξι. Αναμμένες φωτιές διακρίνονταν εν όψει της προετοιμασίας του δείπνου.

 

Οι Μογγολικές ορδές επιτίθενται

Οι εξερευνητικές ομάδες των Μογγόλων επέστρεψαν στο στρατόπεδο του νησιού Τσουσίμα, προκειμένου να αναφέρουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους στους ορχόν. Υπήρχαν αρκετά αποσπάσματα ιππικού και πεζικού διασκορπισμένα σ' όλη την έκταση του νησιού. Ακούγοντας τα νέα, οι ορχόν διέταξαν άμεση συνάθροιση του τούμαν. Θα έκαναν μαζική επίθεση και δεν θα υποχωρούσαν μέχρι να πέσει νεκρός κι ο τελευταίος Ιάπωνας. Καθώς κατευθύνονταν προς το εσωτερικό του νησιού, το σύννεφο σκόνης που σήκωναν τα άλογα έδινε από μακριά την εντύπωση τυφώνα.

Καθώς προέλαυναν οι ορδές, το νησί αφέθηκε στη μοίρα του. Σε σύντομο διάστημα, φλόγες και καπνός το κάλυπταν και το έδαφος ποτίστηκε από Ιαπωνικό αίμα. Ο στρατός των Μογγόλων προέλαυνε με τέτοια ταχύτητα, ώστε έφταναν σε χωριά πριν καλά-καλά φτάσουν τα νέα εκεί. Οι περιπολίες των ιαπώνων πολέμησαν γενναία μέχρι και τον τελευταίο άντρα. Δεν μπορούσαν όμως να συγκριθούν με τους ιππείς που είχαν ξοδέψει αιώνες από τη ζωή τους πάνω στη σέλλα. Όσο το ιαπωνικό ιππικό σε σχηματισμό χαλαρό ή χωρίς καν σχηματισμό ήταν απασχολημένο με τη συμπλοκή, οι Μογγόλοι ήξεραν μέσ' από την αναμφίβολη πείρα τους ότι όταν πολεμούν σε ενοποιημένη μορφή μεγάλοι αριθμοί στρατιωτών, η επιτυχία είναι σίγουρη.

Το ιππικό των Μογγόλων σάρωνε τους Ιάπωνες ιππείς, όπως ένα κοπάδι από πεινασμένες ακρίδες σαρώνουν ένα χωράφι σιταριού. Ήταν τόσο εκπαιδευμένοι στην ιππασία, ώστε επιτίθενταν εναντίον των Ιαπώνων οδηγώντας τα άλογα μόνο με τα πόδια τους. Αυτό άφηνε ελευθερία κινήσεων στα χέρια. Η δύναμη. με την οποία εκσφενδονίζονταν τα βέλη από τα τόξα τους ήταν τέτοια, που τρύπαγε την πανοπλία από μπαμπού των Ιαπώνων και τους έριχνε από τα άλογα. Η αντίπαλη πλευρά κυριολεκτικά συντρίφτηκε. Όταν οι ορδές των Μογγόλων είχαν εξαλείψει κάθε αντίσταση στο νησί Τσουσίμα, δόθηκε το σήμα στα κορεάτικα πλοία να αραξοβολήσουν για μία ακόμη φορά στην παραλία του νησιού. Οι Μογγόλοι επιβιβάστηκαν και τα σκάφη απέπλευσαν για το νησί Ίκι. Ούτε ένας σαμουράι δεν είχε επιζήσει από τη λαίλαπα του θανάτου στο Tσoυσίμα.

Εντούτοις οι ειδήσεις για την εισβολή των βαρβάρων είχαν διαδοθεί στο νησί Ίκι και οι Ιαπωνικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για να υποδεχθούν τους καθόλου ευπρόσδεκτους ξένους.

Οι αποβιβαζόμενοι από τα κορεάτικα πλοία Μογγόλοι εισβολείς στο Ίκι προϋπαντήθηκαν με “χείμαρρους” φλεγόμενων βελών. Μόλις το ιππικό συγκεντρώθηκε στις παραλίες, οι πολεμιστές σαμουράι έκαναν επίθεση, κραδαίνοντας τα θανατηφόρα σπαθιά τους.

Για λίγη ώρα, οι υπερασπιστές του νησιού Ίκι καθυστερούσαν επιτυχώς την αποβίβαση των βαρβάρων στο νησί. Όμως, καθώς περνούσε η ώρα και πλοίο με το πλοίο οι Μογγόλοι άρχισαν να ξεφορτώνουν τον εξοπλισμό τους και τους άντρες τους στις ακτές, οι Ιάπωνες καταλάβαιναν όλο και περισσότερο πόσο μάταιη ήταν η προσπάθειά τους να αντισταθούν. Το τούμαν (μοίρα ιππικού) άρχισε να κινείται προς τα μεσόγεια του νησιού σαν να ήταν τσουνάμι (παλιρροϊκό κύμα). Για μια ακόμη φορά, οι Σαμουράι πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ενώ οι κάτοικοι του νησιού βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με βάναυση αγριότητα. Μετά την επιτυχία της αποστολής τους στα νησιά Τσούσιμα και Ίκι, οι Μογγόλοι πολεμιστές έστρεψαν την προσοχή τους στο Κυουσού.

 

Ο Νίντζα

Το δείπνο ήταν πλουσιοπάροχο και η διασκέδαση υπέροχη. 'Άρεσε πολύ στον Γιόσι να διασκεδάζει πλάι στον Σογκούν, άσχετα από το αν αισθανόταν δέος κατά την παρουσία του. Όλο το βράδυ ο Σογκούν υπέβαλλε ερωτήσεις στον Γιόσι με ακατάπαυστο ενδιαφέρον για τις απαντήσεις του. Με τη λήξη των νυχτερινών εορταστικών εκδηλώσεων, ο Γιόσι αποχώρησε για να επιστρέψει στα δώματά του. Φόρεσε τη μαύρη στολή του Νίντζα και χωρίς να γίνει αντιληπτός εγκατέλειψε την Καμακούρα για να μεταβεί στο χωριό του.

Μόλις έφτασε σπίτι, συναντήθηκε με την οικογένειά του και τους φίλους του νίντζα. Μίλησε με το Κοράκι για την τελευταία τους αποστολή και με τη συζήτηση ανακάλυψε, ότι το Ερπετό δεν είχε γυρίσει πίσω. Κρίμα. ίσως να είχε απλώς καθυστερήσει, είπε ο Γιόσι. “Ίσως”, απάντησε το Κοράκι. “Τέλος πάντων, ό,τι κι αν έγινε, ήταν η κάρμα του τέτοια”.

“Ναι”, απάντησε ο Γιόσι, “η κάρμα”.

Η νύχτα περνούσε κι ο Γιόσι μάθαινε τι είχε συμβεί στην περίοδο της απουσίας του. Αρκετές απαγωγές, δηλητηριάσεις, κλοπές. Επιπλέον, είχε βρεθεί ένας νέος τρόπος χρήσης της “μαγικής σκόνης” των Κινέζων. Είχε κανονιστεί συνέλευση μέσα στην επόμενη εβδομάδα, πάνω στα βουνά, για επίδειξη. Η νύχτα έφτανε στο τέλος της. Ο Γιόσι ευχήθηκε “καλή τύχη”, στους συντρόφους του κι έσπευσε βιαστικά να γυρίσει στην Καμακούρα.

Μόλις λίγη ώρα αφ’ ότου είχε φτάσει, όταν ένας από τους σωματοφύλακες του Σογκούν εμφανίστηκε στο κατώφλι της πόρτας. Ο Σογκούν ήθελε να δει επειγόντως τον Γιόσι. Μόλις έφτασε με τον σύνοδό του στο στέγαστρο του Αρχιστράτηγου, είδε, ότι όλη η Καμακούρα ήταν στο πόδι.

Σημαίες ανέμιζαν, άνδρες ήταν σε σχηματισμό και το στρατόπεδο ήταν γεμάτο όπλα. “Τι συμβαίνει, τέλος πάντων”, σκέφτηκε ο Γιόσι. “Ετοιμαζόμαστε για πόλεμο;

Ο Σογκούν βρισκόταν σε αυτοσυγκέντρωση, όταν μπήκε ο Γιόσι. Όταν επανήλθε, είπε στον πράκτορά του:

“Είσαι ένας από τους πιο έμπιστους υποτελείς μου. Έχεις ριψοκινδυνεύσει άπειρες φορές για χάρη του αφέντη σου. Όμως, πρέπει να σου ζητήσω να το ξανακάνεις για μια ακόμη φορά. Αποστολή σου είναι να γνωστοποιήσεις στους σαμουράι στο Κυουσού, ότι σύντομα θα καταφτάσουν εκεί μεγάλες δυνάμεις στρατού και ότι θα πρέπει να περιοριστούν σε στρατηγικές αναχαίτισης, μέχρι να φτάσουν εκεί οι ενισχύσεις.

“Ύστερα, θα πρέπει να επιστρέψεις στην Κορέα. Από εκεί θα μεταβείς στον τόπο διαμονής του Κουμπλάι Χαν στην απαγορευμένη πόλη. Είναι στην κάρμα σου να στείλεις στον άλλο κόσμο αυτόν που είχε το θράσος να βλασφημήσει τη χώρα των θεών.”

Ο Γιόσι δέχθηκε στωικά τις διαταγές του αφέντη του, που τον έστελνε στον βέβαιο θάνατο, υποκλίθηκε και αποχώρησε χωρίς να πει λέξη

 

Βιαστικά, αλλά προσεχτικά, έκανε τις ανάλογες προετοιμασίες για την αναχώρησή του. Ειδοποίησε μυστικά την οικογένειά του κι έφυγε.

Το ταξίδι μέχρι το Κυουσού ήταν το ταχύτερο που είχε κάνει ποτέ ο Γιόσι. Καθώς προχωρούσε, παρατηρούσε ότι όλη η ύπαιθρος έδινε την εντύπωση στρατοπέδου. Όλοι οι μεγάλοι δρόμοι είχαν κατακλυστεί από συνοδείες των φεουδαρχών. Κυριολεκτικά χιλιάδες σαμουράι διέσχιζαν την ύπαιθρο οδεύοντας προς το νησί Κυουσού. Με σημαίες που ανέμιζαν στην κορυφή καλαμιών μπαμπού σχεδόν κάθε φεουδάρχης αποσκοπούσε στο να κάνει επίδειξη της απόδοσης της πίστης του στον Σογκούν. Για πρώτη φορά, διακατείχε εθνική ενότητα το λαό της Ιαπωνίας. Οι διαφορές ανάμεσα σε φεουδάρχες παραμερίστηκαν, καθώς όλη η Ιαπωνία, ενωμένη, ήταν έτοιμη να προασπίσει τα συμφέροντά της απέναντι στον εχθρό, τους βάρβαρους Μογγόλους.

Βέβαια, δεν νοιάζονταν όλοι για το καλό του έθνους. Αρκετοί ήξεραν, ότι ο Σογκούν θα αντάμειβε τη γενναιότητα με απλοχεριά.

Το ταξίδι του Γιόσι πάνω στο άλογο τελείωσε στην ακτή, κοντά στην πόλη Σιμόντα. Από κει, επιβιβάστηκε σε λέμβο του στόλου, η οποία τον μετέφερε στο Κυουσού. Ο Γιόσι συνέχισε πάνω σε άλογο μέχρι τη βόρεια πλευρά του νησιού. Όταν έφτασε επιτέλους στον προορισμό του, έμεινε κατάπληκτος απ' όσα είδε.

 

Η Μογγολική Αρμάδα

Οι φεουδάρχες του Κυοοσού ήξεραν καλά ότι η παραλία Χακάτα το μοναδικό οχυρωμένο λιμάνι της βόρειας ακτής του νησιού, θα ήταν το τέλειο μέρος για το στόλο του Χαν να αγκυροβολήσει. Σ' όλο το μήκος του δρόμου οι φεουδάρχες έκαναν έργα που θα εμπόδιζαν την προσπέλαση των βαρβάρων. Μόλις ετοιμάστηκαν τα οχυρωματικά έργα, οι Σαμουράι του Κυουσού κοίταξαν και περίμεναν. Έμειναν κατάπληκτοι απ' ό,τι είδαν, όσο κι ο Γιόσι.

Πάνω από 450 κορεάτικα πλοία είχαν αγκυροβολήσει έξω από τις ακτές της Χακάτα. 'Ήταν ασύλληπτος ο αριθμός των ανθρώπων, των ζώων και των προμηθειών που κατέκλυζαν τις παραλίες της ακτής. Το πεζικό των Μογγόλων είχε στην πρώτη σειρά παρατεταγμένους στρατιώτες που κρατούσαν τεράστιες ξύλινες ασπίδες. Ακολουθούσε το ιππικό και από πίσω του ερχόντουσαν παράξενες σε σχήμα κατασκευές, που τις έσερναν βόδια. Καθώς προέλαυναν οι ορδές των Μoγγόλων, το θέαμα προκαλούσε τρόμο. Ένα πραγματικό τείχος ανθρώπινης και ζωικής σάρκας προγραμματισμένο αποκλειστικά να κατακτήσει και να καταστρέψει. Όσο πλησίαζαν οι ορδές στα οχυρωματικά έργα των ιαπώνων, παρά το μήνυμα του Σογκούν προς τον Γιόσι, να καθυστερήσουν τους Μογγόλους μέχρι να φτάσουν στην περιοχή οι ενισχύσεις, οι φεουδάρχες του Κυουσού έστειλαν τους έφιππους σαμουράι να αναχαιτίσουν τον εχθρό. Οι σαμουράι εκτέλεσαν τις διαταγές τους ορμώντας προς το μέρος του εχθρού. Σε απάντηση της Ιαπωνικής επίθεσης, το πεζικό των Μογγόλων σχίστηκε στα δύο, για να επιτρέψει στο Ιππικό να χειριστεί το θέμα. Εκείνοι κυριολεκτικά σύντριψαν τους Ιάπωνες ιππείς και διέσπασαν το σχηματισμό τους. Οι παρατηρητές πίσω από τα αναχώματα κοίταζαν με δυσπιστία. Μετά τον αποδεκατισμό το Μογγολικό ιππικό ξαναγύρισε στις θέσεις του. Το πεζικό, έκλεισε τις μπροστινές σειρές και συνέχισε την προέλασή του προς τα μπρος.

Στο μεταξύ είχαν φθάσει και οι ενισχύσεις του Σογκούν και τα στρατεύματα των σαμουράι επιτέθηκαν με μεγαλύτερη ορμή εναντίον των εισβολέων.

 

Οι Ιάπωνες, απορροφημένοι στην ενισχυμένη τους αυτή επίθεση, δεν είχαν προετοιμαστεί για το τι θα συνέβαινε αργότερα. Από τις πίσω γραμμές, οι Μογγόλοι άρχισαν να εκσφενδονίζουν με τους καταπέλτες ό,τι αντικείμενα εύρισκαν. Οι σαμουράι καταπλακώνονταν από ιπτάμενες πέτρες και κομμάτια ξύλου. Ακολούθησαν αναμμένη νάφθα και λάδι.

Ο καταιγισμός πυρών άφηνε μια αηδιαστική εικόνα. Οι σαμουράι κείτονταν κατακρεουργημένοι, με τα σπλάχνα έξω, δίπλα στα κορμιά τους. Μονομιάς οι Ιάπωνες σταμάτησαν την επίθεση και οι μογγολικές ορδές συνέχισαν την προέλαση. Φτάνοντας στα οχυρωματικά έργα οι σαμουράι από το Κυουσού μπήκαν πάλι στη μάχη.

 

Υπάρχουν τόσα και τόσα να πει κανείς για το ιππικό των Μογγόλων, αλλά σε μάχες σώμα με σώμα δεν συγκρίνεται κανείς με τους Ιάπωνες σαμουράι και την τόλμη τους. Η σύγκρουση ήταν φοβερή και βίαιη. Σε τόσο μικρό χώρο κίνησης, η μογγολική μοίρα του ιππικού δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ενώ το πεζικό την πλήρωσε ακριβά από τους ιάπωνες. Οι εισβολείς Μογγόλοι έπαθαν σοβαρές απώλειες όχι πως οι απώλειες από το άλλο μέρος ήταν λιγότερες, αλλά το κουράγιο των “σπαθοφόρων μηχανών θανάτου” με τη μοναδική τους ικανότητα να χειρίζονται το ξίφος αποδείχτηκε το κυρίαρχο όπλο για την αναχαίτιση των εχθρικών δυνάμεων. Έπιασε το δειλινό και οι σαμουράι εγκατέλειπαν σιγά-σιγά την πρώτη γραμμή για τα αναχώματα, με σκοπό να ανασυγκροτηθούν. Μία νέα εικόνα άρχισε να εμφανίζεται πίσω από τις μογγολικές γραμμές.

Ξάφνου, πίδακες από πορτοκαλοκίτρινους σπινθήρες άρχισαν να εκτοξεύονται. Ο ουρανός γέμισε από φωτεινές αψίδες. Έμοιαζαν με διάττοντες αστέρες που άρχισαν να προσγειώνονται στα οχυρωματικά έργα των Ιαπώνων. Τα αναχώματα έσκαγαν σε μία σειρά εκρήξεων.

“Η μαγική σκόνη των Κινέζων”, σκέφτηκε ο Γιόσι.

Χώματα, πέτρες, ανθρώπινα, άρχισαν να πετάγονται προς κάθε κατεύθυνση. Ποιός θα μπορούσε ποτέ να το φανταστεί αυτό; “Μπορούν πράγματι αυτοί οι βάρβαροι να ελέγχουν τον κεραυνό και την αστραπή;” σκέφτηκαν οι Ιάπωνες.

Οι σαμουράι απορημένοι συλλογίζονταν αν οι πολεμιστές που είχαν απέναντί τους ήταν άνθρωποι, τέρατα ή θεοί. Καθώς απλωνόταν το σκοτάδι της νυχτιάς, απαλή βροχή άρχισε να πέφτει και φύσηξε αεράκι. Σταμάτησαν η φωτιά και οι εκρήξεις, αν και οι ξιφομαχίες πίσω από τα αναχώματα συνεχίζονταν ακατάπαυστα. Οι Ιάπωνες ευχαρίστησαν τους Θεούς για την καλή τους τύχη και οι Μογγόλοι καταράστηκαν την ώρα και τη στιγμή που τους έστειλε τη βροχή, η οποία αχρήστευσε την πυρίτιδα. Οι Ιάπωνες αποδείχτηκαν οι πιο σκληροί αντίπαλοι που είχαν ποτέ συναντήσει οι Μογγόλοι. Πολέμησαν με τέτοιο ζήλο, ώστε οι εχθροί τους αποφάσισαν να αποσυρθούν στα πλοία τους για να περάσουν τη νύχτα. Από την άλλη, οι Ιάπωνες ξαναγύρισαν στα οχυρωματικά τους έργα.

Ο Γιόσι συλλoγίστηκε τι είχε συμβεί τούτη τη μέρα και σκέφτηκε, πως αν δεν είχαν φτάσει οι ενισχύσεις, οι Μογγόλοι θα ήταν ήδη κυρίαρχοι του νησιού Κυουσού. Καθώς περνούσε η νύχτα και οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν αποτραβηχτεί μακριά από το πεδίο μάχης, ο Γιόσι μεταπήδησε στο δεύτερο στάδιο της αποστολής του.

Κανείς δεν πρόσεξε τη μαύρη φιγούρα, που περνούσε τα αναχώματα και κατευθυνόταν προς το μέρος των Μογγόλων. Σκοπός του Γιόσι ήταν να ανέβει σ' ένα από τα κορεάτικα πλοία. Έφτασε στην παραλία, όπου ήταν αραγμένη μια λέμβος που μετέφερε Μογγόλους από την ακτή στα σκάφη. Είχε ξεσπάσει θύελλα, που έκανε τα πλοία να κουνιούνται με μανία πέρα-δώθε. Η θάλασσα πολεμούσε στο πλευρό των Ιαπώνων.

Οι Μογγόλοι έκαναν σοβαρές προσπάθειες να επιβιβαστούν στα πλοία, προκειμένου να τα απομακρύνουν από την ξηρά για να τα γλιτώσουν από το να εξοκείλουν από την καταιγίδα. Ο Γιόσι πέρασε ανάμεσα από πτώματα σφαγμένων Μογγόλων, που ρύπαιναν την παραλία και συνάντησε αρκετούς νεκρούς Κορεάτες στο διάβα του. Γρήγορα ξέντυσε έναν από τους νεκρούς Κορεάτες, ντύθηκε και κατευθύνθηκε προς τη μεριά ενός από τα πλοία που είχαν αραξοβολήσει και περίμεναν. Μάζεψε αρκετά όπλα από τους εχθρούς που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης, επιστρέφοντάς τα τάχα σαν λάφυρα. Καθώς έπεφτε η νύχτα στην παραλία Χακάτα, η κακοκαιρία έγινε πολύ χειρότερη. Έριχνε κατακλυσμιαία βροχή και φυσούσε φοβερός άνεμος. Αστραπές φώτιζαν τον ουρανό και κεραυνοί έσχιζαν το θόλο του. Αν ήταν κάτι που πραγματικά φοβόντουσαν οι Μογγόλοι ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί στη μέση της θάλασσας. Αρκετοί πηδούσαν στο νερό με κατεύθυνση τη στεριά για να γλιτώσουν από τη θεομηνία. Αρκετά κορεάτικα πλοία χάθηκαν, στην προσπάθειά τους ν' ανοιχτούν στη θάλασσα.

Οι άνεμοι έδερναν άγρια την επιφάνειά της και τεράστια κύματα έσκαζαν στα πλευρά των πλοίων, τα οποία έκαναν ρωγμές και βυθίζονταν. Άλλα παρασύρονταν μέχρι τα απόκρημνα βράχια και κομματιάζονταν.

Ήταν δύσκολο να σωθεί κανείς μέσα σε τέτοια κοσμοχαλασιά. Οι εχθροί που κατάφεραν να βγουν σώοι στην ακτή σκοτώθηκαν μέχρι τον τελευταίο άντρα από τους Ιάπωνες που καιροφυλακτούσαν.

Το πλοίο, όπου επέβαινε ο Γιόσι, ταλαντευόταν άγρια, καθώς περνούσε τα στενά της παραλίας Χακάτα. Πήγαινε προς το μέσο του σκάφους, όταν άκουσε το φοβερό τρίξιμο. Κοίταξε προς τα πάνω, μα ήταν ήδη πολύ αργά. Το σπασμένο κατάρτι τον καταπλάκωσε. Ο Γιόσι και το κατάρτι εξαφανίστηκαν κάτω από τα μανιασμένα μαύρα νερά.

 

Το πρωινό ήταν ήρεμο και ηλιόλουστο. Η θύελλα είχε πάψει και ούτε ένα εχθρικό πλοίο δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Στην παραλία ένας εκτεταμένος σωρός αποδεκατισμένων κορμιών, ενώ τα νερά καλύπτονταν από πτώματα ανθρώπων και ίππων. Πίσω από τα αναχώματα, οι φεουδάρχες περίμεναν ήσυχα τη δεύτερη μογγολική επίθεση. Μπορεί να μη γινόταν σήμερα ή μέσα στην επόμενη χρονιά. Αλλά όμως η κάρμα είναι κάρμα, ήξεραν ότι κάποτε θα γινόταν.

  


karate.gr - για όσους ξέρουν να διαβάζουν!

  Αρχική      Επικαιρότητα      ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΡΑΤΕ .