karate.gr: 124 – ΠΟΠΚ - Δικαστικά Θέματα 

Πρώτη δημοσίευση 1/1/09. Τελευταία ενημέρωση .......

 Αρχική     Επικαιρότητα     Οι Δίκες του Καράτε  

Καταχωρήσεις στο karate.gr

Διοργανώσεις

Χορηγίες-Δωρεές-Υποστήριξη

Άδειες Λειτουργίας Γυμναστηρίων


Δημόσια Πρόσωπα
και Προσωπικά Δεδομένα

 

Copyright © 1945-2045, Θύμιος Περσίδης,

Κυνηγός της Απάτης από Χόμπι!

 


Αποσπάσματα από Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:

(“Λιοναράκης κατά Ελλάδας” και “Βασιλάκης κατά Ελλάδας” από την ιστοσελίδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους!)

 

17. Τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος της Ελλάδας προβλέπουν:

Άρθρο 14

«1. Ο καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει τις σκέψεις του προφορικά, γραπτά και μέσω του τύπου, τηρώντας τους νόμους του Κράτους.

2. Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.

3. Η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν είτε μετά την κυκλοφορία τους, απαγορεύεται.

Σε εξαιρετική περίπτωση, η κατάσχεση επιτρέπεται μετά την κυκλοφορία και κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας:

α) Για λόγους προσβολής της χριστιανικής θρησκείας και κάθε άλλης αναγνωρισμένης θρησκείας.

β) Για λόγους προσβολής του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας.

γ) Για λόγους δημοσίευσης που αποκαλύπτει πληροφορίες σχετικές με τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και την διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή με την θωράκιση της χώρας ή πληροφορίας που στοχεύει στην ανατροπή του πολιτεύματος διά της βίας ή που στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Κράτους.

δ) Για λόγους ανάρμοστων δημοσιεύσεων, οι οποίες προδήλως προσβάλλουν την δημόσια αιδώ, εντός των καθορισμένων από τον νόμο περιπτώσεων.

4. Σε όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, ο εισαγγελέας, εντός των είκοσι-τεσσάρων ωρών που ακολουθούν την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλει την υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών. Αυτό οφείλει, μέσα στις επόμενες είκοσι-τέσσερις ώρες, να αποφασίσει περί της διατήρησης ή της άρσης της λογοκρισίας, ειδάλλως η λογοκρισία αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα έφεσης και αναίρεσης είναι ανοιχτά στον εκδότη της εφημερίδας ή του οποιουδήποτε άλλου κατεσχημένου εντύπου, καθώς και στον εισαγγελέα.

5. Κάθε πρόσωπο που έχει ζημιωθεί από ανακριβή δημοσίευση ή εκπομπή έχει δικαίωμα απάντησης, και όσον αφορά το μέσο πληροφόρησης, αυτό έχει την υποχρέωση πλήρους και άμεσης επανόρθωσης. Κάθε πρόσωπο που έχει ζημιωθεί από υβριστική ή συκοφαντική δημοσίευση ή εκπομπή έχει εξίσου δικαίωμα απάντησης, και όσον αφορά το μέσο ενημέρωσης, αυτό έχει υποχρέωση άμεσης δημοσίευσης ή διάδοσης της απάντησης. Ο νόμος προσδιορίζει τους τρόπους άσκησης του δικαιώματος της απάντησης και εγγυάται την πλήρη και άμεση επανόρθωση ή την δημοσίευση και μετάδοση της απάντησης. (…)».

Άρθρο 25

«1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, τόσο ως ατόμου όσο και ως μέλους του κοινωνικού σώματος, και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου είναι τοποθετημένα υπό την αιγίδα του Κράτους, όλα τα όργανα του Κράτους είναι υποχρεωμένα να διασφαλίσουν την ελεύθερη και αποτελεσματική τους άσκηση. Αυτές οι αρχές ισχύουν εξίσου στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών για τις οποίες αυτοί είναι κατάλληλοι. Οι περιορισμοί κάθε κατηγορίας που μπορούν να επιβληθούν σε αυτά τα δικαιώματα σύμφωνα με το Σύνταγμα, πρέπει να προβλεφθούν είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, με την επιφύλαξη αυτού και με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας. (…)»

 

18. Οι σχετικές διατάξεις του αστικού κώδικα προβλέπουν:

Άρθρο 57

«Αυτός που με αθέμιτο τρόπο θίγεται στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την απάλειψη της προσβολής και, πέραν αυτού, την αποχή από οποιαδήποτε προσβολή στο μέλλον. Αν η προσβολή αφορά στην προσωπικότητα αποβιώσαντος προσώπου, είναι ο σύζυγος, οι κατιόντες, ανιόντες, αδελφοί και αδελφές του και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι που διατηρούν αυτό το δικαίωμα.

Προσέτι, δεν αποκλείεται η απαίτηση αποζημίωσης σύμφωνα με τις σχετιζόμενες με τις απαγορευμένες πράξεις διατάξεις».

Άρθρο 914

«Όποιος κατά παράβαση του νόμου προκαλεί σε άλλον βλάβη με δική του υπαιτιότητα, υποχρεούται σε επανόρθωση».

Άρθρο 932

Ανεξαρτήτως της οφειλόμενης αποκατάστασης εξαιτίας υλικής βλάβης που προκλήθηκε από παράνομη πράξη, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση σύμφωνα με την εκτίμησή του, για λόγους ηθικής βλάβης. Αυτό μπορεί κυρίως να εφαρμοστεί σε εκείνον που υπέστη βλάβη της υγείας, της τιμής ή της ηθικής του ακεραιότητας ή που στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτου, η αποζημίωση αυτή μπορεί να καταβληθεί στην οικογένεια του θύματος ως pretium doloris».

 

19. Το ενιαίο άρθρο του νόμου αρ. 1178/1981, σχετικό με την πολιτική ευθύνη του τύπου, όπως τροποποιήθηκε από το ενιαίο άρθρο, παράγραφος 4, του νόμου αρ. 2243/1994, ορίζει:

«1. Ο κάτοχος οποιουδήποτε δημοσιεύματος υποχρεούται να αποζημιώσει πλήρως την παράνομη υλική βλάβη, όπως και να αποκαταστήσει χρηματικά την ηθική βλάβη που προκλήθηκαν από άρθρο, το οποίο προσβάλλει την τιμή ή την υπόληψη κάθε προσώπου, ακόμα και αν ο καταλογισμός που προβλέπεται από το άρθρο 914 του αστικού κώδικα ή η πρόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 919 του αστικού κώδικα ή η γνώση και η άγνοια που μπορούν να καταλογιστούν σε παράπτωμα και προβλέπονται από το άρθρο 920 του αστικού κώδικα εφαρμόζονται στις περιπτώσεις του συντάκτη του άρθρου αυτού ή, αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη και τον αρχισυντάκτη του δημοσιεύματος.

2. Το κατώτερο ποσό αποζημίωσης για ηθική βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 932 του αστικού κώδικα είναι δέκα εκατομμύρια δραχμές (…)».

 

ΝΟΜΙΚΩΣ

α. Γενικές αρχές

41. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) υπενθυμίζει ότι σε τελική ανάλυση ο ρόλος του συνίσταται στην απόφανση, αν μία «περιστολή» της ελευθερίας της έκφρασης συμβιβάζεται με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Για να το κάνει, εξετάζει την αμφισβητούμενη παρέμβαση υπό το φως του συνόλου της υπόθεσης για να προσδιορίσει, αν ήταν «ανάλογη με τον νόμιμο στόχο που ακολουθήθηκε» και αν οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι εθνικές αρχές για να την δικαιολογήσουν παρουσιάζονται «σχετικοί και επαρκείς». Το δικαστήριο οφείλει να πεισθεί ότι οι εθνικές αρχές εφάρμοσαν τους κανονισμούς που είναι σύμφωνοι προς τις αρχές που καθιερώνει το άρθρο 10 και επιπλέον να το πράξει στηριζόμενο σε μία παραδεκτή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων (βλ., μεταξύ άλλων, Steel et Morris c. Royaume-Uni, αρ. 68416/01, § 87, CEDH 2005-II).

42. Το δικαστήριο υπογραμμίζει εκ προοιμίου τον κορυφαίο ρόλο του Τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία, ρόλο «σκύλου-φύλακα» (βλ. Bladet Tromso et Stensaas c. Norvège [GC], αρ. 21980/93, § 62, CEDH 1999-III). Εξαιτίας αυτής της λειτουργίας του τύπου, η δημοσιογραφική ελευθερία συνεπάγεται την πιθανή προσφυγή σε κάποια δόση υπερβολής, ακόμα και πρόκλησης (Gaveda c. Pologne, αρ. 26229/95, § 34, CEDH 2002-II).

43. Εν προκειμένω, για το είδος των λόγων που ενδέχεται να πλήξουν την υπόληψη ενός ατόμου, το δικαστήριο κατά παράδοση διακρίνει μεταξύ πραγματικών περιστατικών και αξιολογικών κρίσεων. Αν η υλικότητα των πρώτων μπορεί να αποδειχτεί, οι δεύτερες δεν προσφέρονται σε έλεγχο της ακριβείας τους. Όταν κάποια δήλωση αναλύεται σε αξιολογική κρίση, η αναλογικότητα της παρέμβασης μπορεί να είναι συνάρτηση μίας επαρκούς πραγματικής βάσης, διότι ελλείψει μιας τέτοιας βάσης και η αξιολογική κρίση μπορεί να αποδειχθεί υπερβολική (βλ, για παράδειγμα, Feldek c. Slovaquie, αρ. 29032/95, §§ 75-76, CEDH 2001-VIII).

45. Κατά δεύτερον, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των διαμφισβητούμενων λόγων, το δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ενός πολιτικού προσώπου, το οποίο γίνεται στόχος της με αυτή του την ιδιότητα, είναι ευρύτερα απ’ ό,τι ενός απλού «ιδιώτη»: διαφορετικά από τον πρώτο, ο δεύτερος εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά στον προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και κινήσεών του, τόσο εκ μέρους των δημοσιογράφων όσο και εκ μέρους του μεγάλου αριθμού των πολιτών. Κατά συνέπεια, πρέπει να επιδειχθεί μεγαλύτερη ανεκτικότητα (Lingens c. Autriche, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1986, σειρά Α, αρ. 103, σελ. 26, § 42).

Αυτή η αρχή δεν έχει αποκλειστική εφαρμογή στην περίπτωση του πολιτικού προσώπου, αλλά επεκτείνεται σε κάθε πρόσωπο, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί δημόσιο πρόσωπο, δηλαδή το πρόσωπο εκείνο που με τις πράξεις του (βλ., σ’ αυτή την κατεύθυνση, Krone Verlag Gmbh & Co. KG c. Autriche, αρ. 34315/96, § 37, 26 Φεβρουαρίου 2002; News Verlags GmbH & Co. KG c. Autriche, αρ. 31457/96, § 54, CEDH 2000-I) ή από την ίδια τη θέση του (Verlagsgruppe News GmbH c. Autriche (no 2), αρ. 10520/02, § 36, 14 Δεκεμβρίου 2006) εισέρχεται στη σφαίρα της «δημόσιας κονίστρας».

45. Τέλος, το δικαστήριο θεωρεί ότι κάθε απόφαση παραχώρησης αποζημίωσης για δυσφήμιση οφείλει να παρουσιάζει μία λογική σχέση αναλογικότητας με την βλάβη που προκλήθηκε στην υπόληψη (Tolstoy Miloslavsky c. Royaume Uni, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, σειρά Α, αρ. 316-Β, σελ. 75-76, § 49). Επιπλέον, για να εκτιμηθεί η σημασία των αποζημιώσεων ή προστίμων στα οποία καταδικάστηκε ο ενδιαφερόμενος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερόμενου και κυρίως τα εισοδήματα και τους πόρους του, όπως προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης (βλ. Steel et Morris c. Royaume Uni, προμνημονευθέν, § 96; Maronek c. Slovaquie, αρ. 32686/96, § 58, CEDH 2001-III).

β. Εφαρμογή στην υπόθεση των προαναφερθεισών αρχών.

47. Το δικαστήριο σημειώνει εκ των προτέρων ότι τα μέρη συμφωνούν να λάβουν υπόψη ότι οι εγχώριες δικαστικές αποφάσεις συνιστούν παρέμβαση στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης του αιτούντος. Εκτός αυτού, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη παρέμβαση «προβλεπόταν από τον νόμο», δηλαδή από τα άρθρα 57, 914 και 932 του αστικού κώδικα, όπως και από το άρθρο 4 § 10 του νόμου αρ. 2328/1995 σε συνδυασμό με το ενιαίο άρθρο του νόμου αρ. 1178/1981. Σε τελευταία ανάλυση, το εν λόγω περιοριστικό μέτρο επεδίωκε νόμιμο στόχο έναντι του άρθρου 10 § 2 της Συνθήκης, δηλ. την προστασία της υπόληψης του αρχικά ενάγοντος.

48. Τα μέρη επικέντρωσαν την επιχειρηματολογία τους επί της αναγκαιότητας της υπό συζήτηση παρέμβασης. Το δικαστήριο θα ασχοληθεί λοιπόν με την ερώτηση, αν η επίδικη παρέμβαση υπήρξε ανάλογη προς τον νόμιμο στόχο που επιδιώχθηκε και αν οι λόγοι που οι εσωτερικές δικαστικές αρχές επικαλέστηκαν για να δικαιολογήσουν τον στόχο αυτό παρουσιάζονται σχετικοί και επαρκείς. Θα λάβει ιδιαιτέρως υπόψη το είδος των επίμαχων εκφράσεων, τους όρους μετάδοσής τους, τη θέση του αντικειμένου αυτών και τέλος την αναλογικότητα της αποζημίωσης που καθορίστηκε.

53. Σε τελευταία ανάλυση, σε ό,τι αφορά στη σχέση αναλογικότητας του ποσού που επιδικάστηκε με την προσβολή που προκλήθηκε στην προσωπικότητα, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές καταδίκασαν αλληλεγγύως τους εναγομένους, μεταξύ αυτών και τον αιτούντα, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 55.000.000 δρχ. (161.048 ευρώ περίπου) ως ηθική αποζημίωση. Το δικαστήριο κατ’ αρχήν παρατηρεί ότι τα δικαστήρια δεν έκαναν καμία αναφορά στην οικονομική κατάσταση του αιτούντα κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αντιθέτως μάλιστα, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές εξομοίωσαν την οικονομική κατάσταση των εναγομένων, μεταξύ των οποίων ο αιτών και της ιδιοκτήτριας εταιρείας του ραδιοφωνικού σταθμού. Εντούτοις, το δικαστήριο θεωρεί ότι η εφαρμογή από τις εγχώριες δικαστικές αρχές «ενός κατώτατου ορίου αποζημίωσης» (στη συγκεκριμένη περίπτωση 147.000 ευρώ) αφαίρεσε τη δυνατότητα από τον αιτούντα να αποδείξει ότι η βλάβη που υπέστη ο αρχικά ενάγων.

54. Έχοντας λάβει υπόψη τα προηγούμενα, το δικαστήριο κρίνει ότι οι εθνικές δικαστικές αρχές δεν προσκόμισαν λόγους σχετικούς και επαρκείς για να αιτιολογήσουν την καταδίκη του αιτούντα να καταβάλει αποζημίωση στον αρχικά ενάγοντα και αυτή δεν ανταποκρινόταν σε «επιτακτική κοινωνική ανάγκη».

Εντούτοις, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Συνθήκης.


 Από απόφαση της
ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9Α του Συντάγματος:

«Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει».

Σύμφωνα δε με τον ν. 2472/1997, όπως αυτός σήμερα ισχύει, έχει συσταθεί η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή) με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του νόμου για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά (άρθρο 15 § 1 του προαναφερθέντος νόμου). 

Από τα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που ανάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, απορρέει, ως ιδιαίτερη εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας, το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, δικαίωμα που είναι ρητά πλέον συνταγματικά κατοχυρωμένο στο προαναφερόμενο άρθρο 9Α.

Από τα άρθρα εξάλλου 14 παρ. 1 Συντάγματος. (ελευθερία της έκφρασης, δικαίωμα του πληροφορείν) και 5Α (συνταγματικά πλέον κατοχυρωμένο δικαίωμα του πληροφορείσθαι, αναγκαίο για την ενεργοποίηση του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) απορρέει το δικαίωμα του τύπου να ενημερώνει το κοινό και η αντίστοιχη αξίωση των πολιτών στην πληροφόρηση, δικαιώματα που προστατεύονται εξίσου και από το Σύνταγμα (βλ. διατάξεις των άρθρων 2, 5, 5Α, 9, 9Α, 14, 15, 19). 

Από το Σύνταγμα δεν προκύπτει in abstracto επικράτηση του ενός δικαιώματος πάνω στο άλλο. Πρέπει, δηλαδή, να γίνεται μία ad hoc στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων κατά τις αρχές της πρακτικής αρμονίας και της αναλογικής εξισορρόπησης των συνταγματικών δικαιωμάτων, εφαρμόζοντας και την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται πλέον και συνταγματικά στο άρθρ. 25 παρ. 1, με τέτοιον τρόπο ώστε τα προστατευόμενα αγαθά [1) ελευθερία της πληροφόρησης και δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση – άρθρα 14 παρ. 1 και 5Α Συντάγματος – και 2) δικαίωμα στην προσωπικότητα και στην προστασία του ιδιωτικού βίου και δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού] να διατηρήσουν την κανονιστική τους εμβέλεια.

Η κρίση αν η συγκεκριμένη επεξεργασία ασκήθηκε νόμιμα ή αν, αντίθετα, παραβιάστηκε το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης των θιγόμενων προσώπων και της ιδιωτικής ζωής, υπακούει τόσο στο κριτήριο κατά πόσο η επεξεργασία αυτή εξυπηρέτησε το συμφέρον της πληροφόρησης της κοινής γνώμης, όσο και στο κατά πόσο η εξεταζόμενη προσβολή ήταν στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης (βλ. υπ’ αριθμ. 100/31.1.2000 απόφαση της Αρχής, σελ. 7). 

Η αρχή της στάθμισης γίνεται δεκτή από την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σύμφωνα με την οποία τα ΜΜΕ έχουν κατά το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, καθήκον να ενημερώνουν το κοινό για υποθέσεις και θέματα γενικού ενδιαφέροντος και αντίστοιχα το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για τα ζητήματα αυτά. Ειδικά εφόσον πρόκειται για πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού είναι εντονότερη. Για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει το ρόλο των δημοσιογράφων ως δημόσιων φρουρών (“public watchdogs”), ήτοι την ελεγκτική λειτουργία του Τύπου, η οποία καλύπτει τη δυνατότητά του να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα με τη δημοσιοποίηση και δημόσια κριτική τους. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ «Επεξεργασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα και ελευθερία έκφρασης.

Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν τις εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, του κεφαλαίου IV και του κεφαλαίου VI μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης.»

Η οδηγία αναφέρεται ρητά στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (βλ. σκέψη 37 του προοιμίου της), το οποίο σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ κατοχυρώνει την ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης, προκειμένου τα μέσα ενημέρωσης να επιτελέσουν το «θεσμικό» τους ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία, με τρόπο ώστε να συνυπάρχουν, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, τα δικαιώματα από τη μια της ιδιωτικής ζωής και της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και από την άλλη της ελευθερίας της έκφρασης και εκείνου στην πληροφόρηση. 

Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 περ. ε΄ του ν. 2472/97 «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν ….. η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Ως τέτοιο έννομο συμφέρον νοείται και το δικαίωμα της πληροφόρησης, τόσο του πληροφορείν (άρθρο 14 παρ. 1 Σ.) όσο και του πληροφορείσθαι (άρθρο 5Α Συντάγματος)

Το δικαιολογημένο ενδιαφέρον καλύπτει και εκδηλώσεις δημοσίων προσώπων οι οποίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο που γίνονται, μπορούν να θεωρηθούν ότι αφορούν τα πλαίσια της ανατεθειμένης σ’ αυτούς δημόσιας λειτουργίας, η οποία ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρούμενων καθηκόντων υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Το δικαιολογημένο ενδιαφέρον καλύπτει, δηλαδή, ακόμα και πράξεις μη δημοσίων προσώπων, όπως οι κοντινοί συγγενείς του ελεγχόμενου δημοσίου προσώπου, όταν αυτές ενδιαφέρουν, λόγω της φύσης τους και την άμεσης συνάφειάς τους με την ελεγχόμενη συμπεριφορά του δημοσίου προσώπου, το κοινωνικό σύνολο.

Από την ρύθμιση του άρθρου 7 § 2 περ. ζ΄ του ν. 2472/97,  η οποία σημειώτεον μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία και στην περίπτωση των απλών δεδομένων, τίθενται για το επιτρεπτό της επεξεργασίας οι εξής προϋποθέσεις: 

1) η επεξεργασία να αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων 

2) η επεξεργασία να πραγματοποιείται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς 

3) η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος… και δεν παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

 

Κρίσιμος για την εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 2 περ. ζ., είναι ο προσδιορισμός της έννοιας των δημοσίων προσώπων, στα οποία αναφέρεται καθώς και ποια πρόσωπα περιλαμβάνονται σε αυτά.

Ως δημόσια πρόσωπα κατά το ΕΔΔΑ νοούνται τα πρόσωπα που κατέχουν κάποια δημόσια θέση ή/και χρησιμοποιούν δημόσιο χρήμα ή ακόμα και όλοι όσοι διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στη δημόσια ζωή είτε την πολιτική, την οικονομική, την καλλιτεχνική, την κοινωνική, την αθλητική ή οποιουδήποτε άλλου τομέα της δημόσιας ζωής.

Όσον αφορά τον ορισμό των δημοσίων προσώπων, υποστηρίζεται ότι ως δημόσια πρόσωπα θα πρέπει να θεωρηθούν, κατά διασταλτική ερμηνεία, εναρμονισμένη προς το Σύνταγμα, και τα λεγόμενα πρόσωπα της επικαιρότητας.

Εξάλλου, όπως έχει ήδη κρίνει η Αρχή (Βλ. Απόφαση 6/2007) «στην περίπτωση των προσώπων που θεωρούνται δημόσια, επειδή είναι πρόσωπα επικαιρότητας, η ύπαρξη της ιδιότητας αυτής κρίνεται in concreto, ενόψει της ιδιαίτερης θέσης που κατέχουν στην κοινωνία και της επιρροής που ασκούν στον τομέα των δραστηριοτήτων τους. Έτσι ένας καλλιτέχνης, ένας αθλητής ή ένας δημοσιογράφος μπορεί να είναι δημόσιο πρόσωπο αν και εφόσον συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Με βάση τα παραπάνω, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάποιο πρόσωπο αποκτά την ιδιότητα του δημοσίου προσώπου διότι ανήκει σε συγκεκριμένη κατηγορία αναγνωρίσιμων απλώς προσώπων ή αντανακλαστικά, λόγω δηλαδή συγγένειας με δημόσιο πρόσωπο».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2472/97 «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας…». Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει η δημοσιοποίηση, στο πλαίσιο άσκησης δημοσιογραφικού επαγγέλματος, στοιχείων-ντοκουμέντων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα να καθίσταται απολύτως αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού, ήτοι για δημοσιογραφικούς αποκλειστικά σκοπούς. 

Ανεξαρτήτως του τρόπου συλλογής των πληροφοριών και πέραν του ότι η συλλογή αυτή συνιστά υπό προϋποθέσεις ποινικό αδίκημα (βλ. άρθρο 370Α Π.Κ. και ιδίως παρ. 1, 2, 3 και 4 και σχετική νομολογία, ΑΠ 1317/2001, ΑΠ 874/2004), η ύπαρξη δημοσίου ενδιαφέροντος, ήτοι το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση και το αντίστοιχο δημοσιογραφικό καθήκον προς ενημέρωση δικαιολογεί, κατ’ αρχήν αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, την δημοσιοποίηση αυτών (βλ. ΠολΠρωτ.Πειρ.706/2003, ΠολΠρωτ.Αθ. 65/2004) ιδιαίτερα όταν αφορά την άσκηση δημοσίων καθηκόντων δημοσίων προσώπων (βλ. σχετικά τις με αριθ. 24, 25, 26/2005 αποφάσεις της Αρχής). Παράνομη δημοσιογραφική έρευνα δεν σημαίνει πάντα και παράνομη δημοσίευση και αντίστροφα, πληροφορίες που αποκτήθηκαν με νόμιμο τρόπο δεν συνεπάγονται υποχρεωτικά και τη νομιμότητα της δημοσίευσής τους (βλ. Ι. Καράκωστας, Προσωπικότητα και Τύπος, εκδ. Α. Σάκκουλα, 2000, σελ. 178).


www.karate.gr    

 Αρχική     Επικαιρότητα     Οι Δίκες του Καράτε